Logo

Χριστόφορος Σεβαστίδης: Οι επιχειρηματίες και οι επενδυτές δεν αποτελούν ευάλωτες κοινωνικές ομάδες



 
 

«Δικαστήρια στην εξυπηρέτηση του επιχειρηματικού κέρδους ή Δικαιοσύνη για όλους τους πολίτες;» διερωτάται ο εφέτης Δ.Ν. Χριστόφορος Σεβαστίδης σε άρθρο του σχετικό με το νέο σχέδιο νόμου του υπουργείου Δικαιοσύνης, το οποίο, μεταξύ άλλων, προβλέπει τη συγκρότηση ειδικών τμημάτων πολιτικών δικαστηρίων. 

Ο κ. Σεβαστίδης, μετά την ολοκλήρωση της ηλεκτρονικής διαβούλευσης για το  νομοσχεδίο «Ρυθμίσεις για το Ελεγκτικό Συνέδριο και διατάξεις για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης», τοποθετείται και απαντά κατηγορηματικά στο ερώτημα που θέτει με τον τίτλο του άρθρου του: 

«Η Δικαιοσύνη οφείλει να έχει στο επίκεντρο των προτεραιοτήτων της τη μεγάλη πλειοψηφία, που στερούμενη οικονομικών πόρων, χρόνου και ειδικών συμβούλων, προσβλέπει στο Κοινωνικό Κράτος και στις δομές του».

Ο δικαστικός λειτουργός εκφράζει την κάθετη διαφωνία του με το  άρθρο 361  του νέου νομοσχεδίου που προβλέπιε τη δυνατότητα σύστασης  στα Πρωτοδικεία και Εφετεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης ειδικών τμημάτων για την εκδίκαση των αγωγών που αφορούν διαφορές από ηλεκτρονικές επικοινωνίες, ενέργεια, προσωπικά δεδομένα. Μάλιστα, στο ίδιο άρθρο προβλέπεται ότι «σε κάθε περίπτωση η εκδίκαση των υποθέσεων της παρ. 1 και η έκδοση αποφάσεων γίνονται κατά απόλυτη προτεραιότητα».

Κατά την άποψή του η επίμαχη διάταξη εισάγει  μια ειδική μεταχείριση κατά την απόλαυση ενός συνταγματικού δικαιώματος, όπως εν προκειμένω της παροχής έννομης προστασίας. 

'Όπως τονίζει, κατά καιρούς ο νομοθέτης επέβαλε τη συντομότερη έκδοση δικαστικών αποφάσεων, αλλά για υποθέσεις που αφορούν σε  ευάλωτες κοινωνικές ομάδες (π.χ. εργατικές διαφορές).

Ωστόσο, συνεχίζει, «οι επιχειρηματίες και οι επενδυτές δεν θα μπορούσαν υπό οποιαδήποτε προσέγγιση και ερμηνεία να ενταχθούν στις ευαίσθητες κοινωνικές κατηγορίες».

Επιπλέον υπογραμμίζει ότι η  «δημιουργία νέων τμημάτων και η στελέχωσή τους με ανθρώπινο δυναμικό ισοδυναμεί κατά λογική ακολουθία με αποδυνάμωση των υπόλοιπων τμημάτων, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο αριθμός των υπηρετούντων δικαστικών λειτουργών παραμένει αμετάβλητος.

Καταλήγοντας σημείωνει ότι η «Δικαιοσύνη αρνείται  να μπει στη λογική συγκυριακών πολιτικών επιδιώξεων» που επιβάλλουν ως προέχον έννομο αγαθό την  επιχειρηματικότητα και την διευκόλυνση των επενδύσεων.

Όλο το άρθρο του κ. Σεβαστίδη, όπως δημοσιεύθηκε στο dikastis.blogspot.com, αναφέρει τα εξής: 

«Ο παραπάνω αυστηρά μανιχαϊκός τρόπος που εισάγεται για συζήτηση ένα κεφαλαιώδες ζήτημα όπως ο σκοπός στον οποίο οφείλει να υποτάσσεται μία κορυφαία κρατική λειτουργία, δεν είναι ούτε υπερβολική ρητορεία ούτε εμπεριέχει κάποιου είδους ιδεολογική προκατάληψη.

Αποτελεί μία ακριβή αποτύπωση της πραγματικότητας όπως αυτή διαμορφώνεται με μορφή καταιγιστική εδώ και μερικά χρόνια.

Επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο του σχεδίου Νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης του οποίου ολοκληρώθηκε η διαβούλευση με τίτλο «Ρυθμίσεις για το Ελεγκτικό Συνέδριο και διατάξεις για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης» και τελεί σε αδιάσπαστη ενότητα με το σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας με τίτλο «Εκσυγχρονισμός περιβαλλοντικής νομοθεσίας … και λοιπές διατάξεις», καθώς εξυπηρετεί την ίδια λογική.

Στη Γενική Συνέλευση της Ένωσής μας στις 14 Δεκεμβρίου 2019 αναφέρθηκα σε μία αντίληψη, που προσπαθεί να κερδίσει έδαφος σε πολλές κοινωνίες και απαιτεί την αξιοποίηση της Δικαιοσύνης ως μοχλού οικονομικής ανάπτυξης μιας Χώρας.

Η θεωρία αυτή του συσχετισμού Δικαιοσύνης και επενδύσεων καλλιεργείται ήδη από καιρό στην ΕΕ. Ο Γιούνκερ σε μια ομιλία του για την κατάσταση της Ένωσης το 2016, η οποία εκφωνήθηκε ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 14 Σεπτεμβρίου 2016 σημείωσε ότι «τα αποτελεσματικά συστήματα δικαιοσύνης στηρίζουν την οικονομική ανάπτυξη και υπερασπίζονται τα θεμελιώδη δικαιώματα». Όμοια και η Επίτροπος Viviane Reding επισήμαινε ότι η ελκυστικότητα μιας χώρας ως τόπου πραγματοποίησης επενδύσεων και ανάπτυξης επιχειρηματικής δραστηριότητας ενισχύεται από την ύπαρξη ενός ανεξάρτητου και αποτελεσματικού συστήματος απονομής δικαιοσύνης. Την ίδια λογική υπηρετούν πολλές δεξαμενές σκέψεις και διεθνείς οργανισμοί.

Σε μελέτη του 2017 που εκπονήθηκε από το ευρωπαϊκό Κοινό Κέντρο Ερευνών (JRC) καταγράφεται συσχέτιση μεταξύ της βελτίωσης της αποδοτικότητας των δικαστηρίων και του ποσοστού ανάπτυξης της οικονομίας καθώς και μεταξύ της αντίληψης που έχουν οι ιδιοκτήτες και τα στελέχη επιχειρήσεων για την ανεξαρτησία του συστήματος της Δικαιοσύνης και της αύξησης της παραγωγικότητας. Ίδιες μελέτες με εξαγωγή όμοιων συμπερασμάτων έχουν γίνει από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τον ΟΟΣΑ, το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ και την Παγκόσμια Τράπεζα.

Ήδη από τον Ιούλιο του 2019 είχε διαφανεί μία από τις προτεραιότητες της Κυβέρνησης που ήταν η σύσταση «ειδικών τμημάτων στα δικαστήρια όπου θα εκδικάζονται ειδικού χαρακτήρα υποθέσεις (όπως επενδύσεων, εμπορικών συμβάσεων, ανταγωνισμού κ.α.) από δικαστές με αντίστοιχη εξειδίκευση» (βλ. ανάρτηση στην ηλεκτρονική σελίδα www.capital.gr της 15ης Ιουλίου 2019).

Κατά την περίοδο συζήτησης του νέου αναπτυξιακού νόμου (ν. 4635/ΦΕΚ Α’ 167/30-10-2019) τέθηκε και πάλι στο τραπέζι η εξαγγελία της Κυβέρνησης, «με δεδομένο πως βασικός αποτρεπτικός παράγοντας στην διαδικασία προσέλκυσης επενδύσεων θεωρείται από όλους τους επενδυτές, ο πολύ αργός ρυθμός απονομής Δικαιοσύνης» (βλ. ανάρτηση στην ηλεκτρονική σελίδα www.dikastiko.gr της 31ης Αυγούστου 2019).

Στη συνέχεια στο ίδιο θέμα αναφέρθηκε και ο Υπουργός Δικαιοσύνης ο οποίος στις 19-11-2019 μιλώντας κατά τη συνεδρίαση του Δ.Σ. του Σ.Ε.Β. πέρα από την ιδιαίτερη αναφορά στην ενίσχυση της διαμεσολάβησης ως τρόπου επίλυσης διαφορών, ανακοίνωσε την πρόθεση του Υπουργείου «να συστήσει ειδικά τμήματα στα δικαστήρια όπου θα εκδικάζονται εθνικές και διασυνοριακές υποθέσεις ανταγωνισμού και επενδύσεων» (βλ. ανάρτηση στην ηλεκτρονική σελίδα www.topontiki.gr της 19ης Νοεμβρίου 2019).

Στις 6-4-2020 η εφημερίδα «Καθημερινή» με τίτλο «Και η Δικαιοσύνη στη μάχη ανάταξης της οικονομίας» κάνει λόγο για ίδρυση ειδικών τμημάτων στα Δικαστήρια που θα δικάζουν fast track υποθέσεις σημαντικού οικονομικού ενδιαφέροντος (ανταγωνισμού, ενέργειας, τηλεπικοινωνιών, προσωπικών δεδομένων, διασυνοριακού ενδιαφέροντος, εμπορικές και οικονομικού ενδιαφέροντος που διαθέτουν στοιχεία αλλοδαπότητας). Μάλιστα στο δημοσίευμα αναφέρεται ότι ο νέος θεσμός «που θα συμβάλει καθοριστικά στην ανάταξη της οικονομίας… προβλέπεται να υπηρετηθεί από δικαστές έμπειρους, που είτε διαθέτουν ανάλογη εμπειρία είτε έχουν μεταπτυχιακούς ή διδακτορικούς τίτλους σπουδών. Σημαντικό στοιχείο των νέων ρυθμίσεων αποτελεί και η πρόβλεψη ώστε σημαντικά αναπτυξιακά προγράμματα να εκδικάζονται κατ’ εξαίρεση όχι μόνο από τα ειδικά τμήματα των πολιτικών ή διοικητικών δικαστηρίων, αλλά κατευθείαν και σε ανώτερο δικαιοδοτικό βαθμό…».

Τέλος στην ηλεκτρονική σελίδα www.dikastiko.gr της 12ης Απριλίου 2020 δικαιολογείται ο στόχος των νέων ειδικών τμημάτων των Δικαστηρίων προκειμένου οι υποθέσεις «να δικάζονται σε χρόνους που θα καθιστούν τη χώρα «κανονική» για τους επενδυτές, δηλαδή να καταργηθεί ένας εκ των βασικών ανασταλτικών παραγόντων για την προσέλκυση επενδύσεων».

Με το Σχέδιο Νόμου προβλέπεται στη Δεύτερη Ενότητα και ειδικότερα στο άρθρο 361 η συγκρότηση ειδικών τμημάτων πολιτικών δικαστηρίων. Ειδικότερα προβλέπεται η δυνατότητα να συσταθούν στα Πρωτοδικεία και Εφετεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης ειδικά τμήματα για την εκδίκαση των αγωγών που αφορούν διαφορές από ηλεκτρονικές επικοινωνίες, ενέργεια, προσωπικά δεδομένα. Στο ίδιο άρθρο προβλέπεται ότι «σε κάθε περίπτωση η εκδίκαση των υποθέσεων της παρ. 1 και η έκδοση αποφάσεων γίνονται κατά απόλυτη προτεραιότητα».

Είναι κοινός τόπος ότι στα μεγάλα Δικαστήρια της Χώρας πλάι στα ειδικά τμήματα του Ενοχικού, Εμπραγμάτου, Οικογενειακού δικαίου λειτουργούν και τμήματα Εμπορικού δικαίου που ασχολούνται με την επίλυση όλων των εμπορικών διαφορών. Στο Πρωτοδικείο Αθηνών μάλιστα λειτουργεί εκτός από το γενικό τμήμα του Εμπορικού και Ειδικό τμήμα με εξειδίκευση στα σήματα, στον ανταγωνισμό και στην πνευματική ιδιοκτησία. Ποια είναι συνεπώς η καινοτομία που πρόκειται να εισαχθεί και τι συνέπειες θα έχει;

Μέχρι σήμερα η κατανομή των δικαστικών λειτουργών στα τμήματα ενός Δικαστηρίου γίνεται αναλογικά με τον αριθμό των υποθέσεων που εισάγονται και εκκρεμούν σε κάθε διαδικασία, ώστε να μην παρατηρείται μια ιδιαίτερα μεγάλη καθυστέρηση σε κάποιο από αυτά σε σύγκριση με τα υπόλοιπα.

Ούτε οι ολομέλειες των Δικαστηρίων, ούτε η εκτελεστική εξουσία δεν θα μπορούσαν, χωρίς κάποια προφανή δικαιολογητική βάση, να δώσουν ιδιαίτερη προτεραιότητα στην εκδίκαση μιας συγκεκριμένης κατηγορίας υποθέσεων σε βάρος των υπολοίπων, γιατί με τον τρόπο αυτό θα εισάγονταν μια ειδική μεταχείριση κατά την απόλαυση ενός συνταγματικού δικαιώματος, όπως εν προκειμένω της παροχής έννομης προστασίας.

Κατά καιρούς ο νομοθέτης επέβαλε τη συντομότερη έκδοση δικαστικών αποφάσεων, που αφορούν ωστόσο σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες (π.χ. εργατικές διαφορές). Οι επιχειρηματίες και οι επενδυτές δεν θα μπορούσαν υπό οποιαδήποτε προσέγγιση και ερμηνεία να ενταχθούν στις ευαίσθητες κοινωνικές κατηγορίες.

Μετά την ικανοποίηση από τα τέλη του προηγούμενου έτους του χρόνιου αιτήματός τους (του Σ.Ε.Β., του ΕΒΕΑ) για θεσμοθέτηση εναλλακτικών μορφών επίλυσης των διαφορών, όπως η ιδιωτική διαμεσολάβηση, φαντάζει αρκετά αντιφατικό και ακατανόητο να είναι οι πρώτοι που επιδιώκουν την ταχύτερη και προνομιακή εκδίκαση των υποθέσεών τους από τα Δικαστήρια.

Η απάντηση στις ανησυχίες των επενδυτών για ταχύτερη επίλυση των διαφορών τους θα μπορούσε να είναι η υποχρεωτική προσφυγή και η έκδοση πορίσματος από τις εταιρίες ιδιωτικής διαμεσολάβησης, καθώς η εναλλακτική αυτή μέθοδος απονομής δικαιοσύνης έχει προωθηθεί από τους ίδιους τους επιχειρηματίες ως ένας πολιτισμένος και γρήγορος τρόπος που παρακάμπτει την δυσκίνητη και πολλές φορές αναποτελεσματική κρατική Δικαιοσύνη. Η έλλειψη εμπιστοσύνης στις ιδιωτικές εταιρίες διαμεσολάβησης που οι ίδιοι προωθούν και χρηματοδοτούν, θα υπέσκαπτε το κύρος που επιχειρούν εναγωνίως να τις προσδώσουν. Οι επενδυτές εξάλλου, σε αντίθεση με την πλειονότητα των πολιτών, θα έχουν την οικονομική δυνατότητα να ολοκληρώσουν τις πολύωρες και δαπανηρές συζητήσεις ενώπιον των διαμεσολαβητών.

Η Δικαιοσύνη οφείλει να έχει στο επίκεντρο των προτεραιοτήτων της τη μεγάλη πλειοψηφία, που στερούμενη οικονομικών πόρων, χρόνου και ειδικών συμβούλων, προσβλέπει στο Κοινωνικό Κράτος και στις δομές του. Η δημιουργία νέων τμημάτων και η στελέχωσή τους με ανθρώπινο δυναμικό ισοδυναμεί κατά λογική ακολουθία με αποδυνάμωση των υπόλοιπων τμημάτων, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο αριθμός των υπηρετούντων δικαστικών λειτουργών παραμένει αμετάβλητος.

Θα χρειαζόταν πιστεύω αρκετή προσπάθεια για να πείσει κανείς τον εργαζόμενο που περιμένει να δικαστεί η υπόθεσή του για μη καταβολή δεδουλευμένων, τον γονιό που περιμένει να του επιδικαστεί η μηνιαία διατροφή για τα τέκνα των οποίων έχει την επιμέλεια, τον τραυματισθέντα από τροχαίο ατύχημα που διεκδικεί την αποζημίωση για τα νοσήλια και την θεραπεία του, ότι οι υποθέσεις τους θα καθυστερήσουν ακόμα περισσότερο λόγω της αποψίλωσης των αντίστοιχων τμημάτων των Δικαστηρίων και αντιστρόφως της ενίσχυσης των νέων τμημάτων για τις επιχειρηματικές υποθέσεις.

Τα νέα τμήματα για τις επιχειρηματικές διαφορές όχι μόνο θα αποδυναμώσουν αριθμητικά τα υπόλοιπα τμήματα των μεγάλων Δικαστηρίων αλλά η Κυβέρνηση φιλοδοξεί να τα στελεχώσει με τους εμπειρότερους και τους κατέχοντες μεταπτυχιακούς και διδακτορικούς τίτλους δικαστικούς λειτουργούς. Ορίζει σχετικά το άρθρο 361 του παραπάνω Σχεδίου Νόμου «Στα ειδικά τμήματα της παρ. 1 τοποθετούνται με τριετή θητεία που μπορεί να ανανεωθεί, κατά προτίμηση δικαστές με εξειδίκευση ή ιδιαίτερη εμπειρία στη συγκεκριμένη κατηγορία διαφορών, η οποία προκύπτει είτε από σχετικούς μεταπτυχιακούς ή διδακτορικούς τίτλους σπουδών είτε από προγενέστερη συναφή δραστηριότητα». Πέρα από την απαράδεκτη αξιακή κατηγοριοποίηση και τον κίνδυνο ελιτισμού που ελλοχεύει σε τέτοιου είδους διαιρέσεις, ανάλογες απαιτήσεις τυπικών προσόντων δε συναντούμε σε κανένα από τα υπόλοιπα τμήματα.

Όσο κι’ αν τα Συντάγματα θέτουν στο ίδιο επίπεδο αναγνωρισμένα από δεκαετίες ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, όσο κι’ αν οι διακηρύξεις διεθνών οργανισμών περί Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αποφεύγουν τις ιεραρχήσεις και την προτεραιοποίηση, το Κράτος αποτελεί τον μηχανισμό για την επιβολή τους. Ανάμεσα σε πολλά ίσα δικαιώματα η πολιτική εξουσία αποφασίζει την ειδική βαρύτητα που θα προσδώσει σε καθένα χωριστά. Αρκεί ωστόσο ο καθορισμός και η επιδίωξη ενός πολιτικού προτάγματος για να μεταβάλει τον προσανατολισμό ενός ανεξάρτητου κρατικού θεσμού, όπως η Δικαιοσύνη και να του δώσει μια ορισμένη κατεύθυνση;

Η έμμεση υπόδειξη για το προέχον έννομο αγαθό που είναι η επιχειρηματικότητα διαποτίζει ανακοινώσεις, ομιλίες, αρθρογραφία. Στο παραπάνω άρθρο της Εφημερίδας «Καθημερινή» αναφέρεται μεταξύ άλλων: «Χωρίς τους δικαστές λένε στο Υπουργείο, δεν μπορεί να προχωρήσει ο νέος θεσμός και σημειώνουν πως οι δικαστικοί λειτουργοί πρωτίστως είναι εκείνοι που αντιλαμβάνονται και την κρισιμότητα των στιγμών και την αναγκαιότητα να αναταχθεί η οικονομία και να διευκολυνθούν οι επενδύσεις» (θυμίζει έντονα την προτροπή του Υπουργού Περιβάλλοντος προς την δημόσια διοίκηση ενόψει της κατάθεσης του πρόσφατου σχεδίου Νόμου του Υπουργείου Περιβάλλοντος).

Γίνεται προσπάθεια να δημιουργηθεί μια κυρίαρχη συνείδηση μη επιδεχόμενη αμφισβήτησης ούτε από τους πολίτες ούτε από τους εφαρμοστές του δικαίου. Το Σύνταγμα ωστόσο που καλούνται οι δικαστικοί λειτουργοί να εφαρμόσουν, αποτελεί προϊόν ενός ιστορικού κοινωνικού συμβιβασμού και αρνείται να μπει στη λογική συγκυριακών πολιτικών επιδιώξεων».

ΑΝΑΡΤΗΘΗΚΕ 6-6-2020 από directNEWS.gr


Τελευταίες Ειδήσεις