Logo

Εργατικό ατύχημα ο θάνατος από έμφραγμα λόγω εργασιακού άγχους - Δικαστήριο επιδίκασε αποζημίωση



 
 

Το Πρωτοδικείο της Αθήνας εξέδωσε μία πρωτοποριακή για τα ελληνικά δεδομένα απόφαση αναγνωρίζοντας ως εργατικό ατύχημα τον αιφνίδιο θάνατο εργαζομένου, ο οποίος υπέστη έμφραγμα λόγω άγχους  «από ανασφάλεια και αβεβαιότητα για την εργασιακή του σχέση ενόψει επικείμενης αναδιοργάνωσης της εργοδότριας».

Με αυτή την παραδοχή ο πρόεδρος πρωτοδικών, Μιχαήλ-Άγγελος Γιαννακάκος, με την 1358/2018 απόφασή του όρισε στην εργοδότρια εταιρεία να καταβάλει συνολική αποζημίωση, ύψους 160.000 ευρώ στην χήρα και στον γιο 52χρονου εργαζόμενου, ο οποίος ευρισκόμενος στο σπίτι του υπέστη έμφραγμα εξαιτίας έντονου άγχους. 

Η χήρα και ο γιος του εκλιπόντος διεκδικούσαν αποζημίωη 400.000 ευρώ, όμως, τελικά, το το δικαστήριο όρισε το ποσό των 80.000 ευρώ για κάθε έναν από τους δύο οικείους τυ αποβιώσαντος. 

Όπως προκύπτει από την απόφαση ο 52χρονος εργαζόταν ως διανομέας σε επιχείρηση με  σύμβαση εξηρτημένη εργασίας αορίστου χρόνου από τον Απρίλιο του 1986 έως τον Μάιο του 2011, οπότε απεβίωσε αιφνίδια από έμφραγμα που υπέστη εξαιτίας έντονου άγχους, «ανασφάλειας και αβεβαιότητας ως προς την εργασιακή του σχέση εν όψει της επικείμενης αναδιοργάνωσης της εργοδότριας επιχείρησης».

Συγκεκριμένα, από τον Φεβρουάριο του 2011 άρχισε να φημολογείται ότι στο πλαίσιο αναδιοργάνωσης της επιχείρησης, η εργοδότρια εταιρεία είχε αποφασίσει την κατάργηση τομέων διανομής, μεταξύ των οποίων και του τομέα του αποβιώσαντος.

Στην απόφαση τονίζεται ότι από τη διοίκηση της εναγομένης δεν διαψεύδονταν οι εν λόγω φήμες, ούτε παρέχονταν διευκρινίσεις για τις επιπτώσεις που θα είχε η -έντονα φημολογούμενη ακόμα τότε- αναδιοργάνωση, σε όσους εργάζονταν στους υπό κατάργηση τομείς.

«Ειδικότερα, όχι απλώς δεν διευκρινίζονταν τα καθήκοντα τα οποία θα αναλάμβαναν οι εργαζόμενοι αυτοί, των οποίων οι τομείς καταργούνταν, πολύ περισσότερο δεν παρεχόταν καμία διαβεβαίωση για το εργασιακό τους μέλλον» τονίζεται στην απόφαση. Αποτέλεσμα της τακτικής της εναγόμενης εταιρίας, ήταν ότι «ο εργαζόμενος κυριεύθηκε από άγχος, το οποίο γινόταν οξύτατο από την παρατεταμένη αβεβαιότητα που του δημιουργούσε η μη παροχή διευκρινίσεων από την πλευρά των προϊσταμένων του...  Έτσι κορυφωνόταν η αγωνία και το άγχος του, ώστε εξαιτίας της ως άνω υπαίτιας παράλειψης της εναγομένης, να εργάζεται πλέον και να διάγει υπό εξαιρετικές και έκτακτες συνθήκες, με αποτέλεσμα την ασυνήθιστη εξασθένηση του οργανισμού του. Συζητούσε διαρκώς και αποκλειστικά για αυτό, τόσο με την οικογένειά του, όσο και με συναδέλφους του, δεν μπορούσε να κοιμηθεί το βράδυ, διαμαρτυρόταν, τόσο στους ενάγοντες όσο και σε συναδέλφους του για ζαλάδες, για πόνους στην πλάτη και το στομάχι, και φαινόταν ότι βρισκόταν στα όρια της ψυχικής και σωματικής κατάρρευσης. Το άγχος του αυτό, επιτεινόταν μάλιστα από την απόλυτη ανάγκη για τον μισθό, ενόψει και των ιδιαίτερα αυξημένων οικογενειακών δαπανών, λόγω των σπουδών του υιού του, ήτοι του δεύτερου ενάγοντος, στην πόλη της Πάτρας και μακριά από την οικογενειακή εστία».

Ο πρόεδρος Πρωτοδικών που υπογράφει την απόφαση, σημειώνει πως εργατικό ατύημα θεωρείται, μεταξύ άλλων  και «η ασθένεια που είχε ως συνέπεια την ανικανότητα προς εργασία (ή τον θάνατο) του εργαζομένου, που επήλθε σ' αυτόν, όχι από βαθμιαία και προοδευτική εξασθένηση και φθορά του οργανισμού του, ως εκ της φύσεως και του είδους της εργασίας ή άλλα, ξένα προς αυτήν οργανικά αίτια, αλλά από αιφνίδιο και απρόβλεπτο γεγονός, ξένο προς τον οργανισμό του παθόντος».

Υπογραμμίζει, μάλιστα, ότι στην εν λόγω περίπτωση διέδραμαν ασυνήθεις συνθήκες «ένεκα των οποίων ο οργανισμός του παθόντος επλήγη κατά τρόπο ασυνήθη σωματικώς ή ψυχικώς, με αποτέλεσμα την πρόκληση της ασθένειας, η οποία διαφορετικά, με την έλλειψη των ασυνήθων αυτών συνθηκών, δεν θα επήρχετο ».

Παράλληλα, τονίζει, ότι ο εργοδότης, στο πλαίσιο της υποχρέωσης πρόνοιας, οφείλει να καθορίζει και να λαμβάνει τα κατάλληλα για την προστασία των μισθωτών μέτρα. Εν προκειμένω όμως, «ο εργοδότης που, παρά την γνώση ή την υπαίτια άγνοια της κατάστασης έντονου εργασιακού στρες στην οποία βρίσκεται εργαζόμενος, και παρά το γεγονός ότι είναι εμφανής η επίδραση του άγχους στην υγεία του, δεν λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία του, ιδίως μέσω της εξάλειψης των στρεσογόνων καταστάσεων, και, εν προκειμένω, μέσω της αποκατάστασης της επικοινωνίας και της βεβαιότητας για τις προσδοκίες της εργασίας και τις δυνατότητες απασχόλησης, ιδίως εν όψει των επικείμενων αλλαγών στην επιχείρηση, παραβιάζει την υποχρέωση πρόνοιας και ευθύνεται για την αποκατάσταση κάθε περιουσιακής και μη ζημίας που συνδέονται αιτιωδώς με την παράνομη παράλειψη.
Στο πλαίσιο μιας νέας ευρωπαϊκής πολιτικής ασφάλειας, η οποία υπερβαίνει την παραδοσιακή αντίληψη 'στατικής' πρόληψης ή αντιμετώπισης σταθερών, μετρήσιμων φυσικών μεγεθών επικινδυνότητας (και αξιώνει από τον εργοδότη να προβαίνει σε εκτίμηση των κινδύνων, να παρακολουθεί τις επιστημονικές εξελίξεις και να προσαρμόζει τα μέτρα στις δυναμικά μεταβαλλόμενες ανάγκες του περιβάλλοντος εργασίας) δεν επιτρέπεται πλέον να αγνοούνται τα επιστημονικά δεδομένα για τη βλαβερή επίδραση του εργασιακού στρες στην εργασία».

Ο δικηγόρος Παναγιώτης Μπουμπουχερόπουλος, που χειρίστηκε την υπόθεση από την πλευρά της οικογένειας του άτυχου εργαζομένου, σε δήλωση του αναφέρει:

«Με την απόφαση αυτή του πρωτοδικείου Αθηνών, εισέρχεται το εργασιακό στρες στο φάσμα των επικίνδυνων για την υγεία των εργαζομένων παραμέτρων της εργασιακής καθημερινότητας. Αξιοποιούνται, όχι μόνο τα πορίσματα της επιστήμης που συνδέουν το εργασιακό άγχος με συγκεκριμένες ψυχοσωματικές παθήσεις, αλλά κυρίως, τυγχάνουν εφαρμογής οι ήδη υφιστάμενες νομικές βάσεις που θέτουν το πλαίσιο των εργοδοτικών υποχρεώσεων για την άμβλυνση των στρεσογόνων συνθηκών παροχής της εργασίας».

ΑΝΑΡΤΗΘΗΚΕ 11-11-2019 από directNEWS.gr


Τελευταία Δικαστικά