Logo

Covid-19: Συνταγματικά ανεπίτρεπτη η μη διενέργεια νεκροψίας σε δικαστική έρευνα, έκρινε δικαστικό συμβούλιο



 
 

Η επικληση του κινδύνου εμφάνισης ή και διάδοσης του κορονοϊού ως αιτιολογία για τη μη διενέργεια νεκροψίας-νεκροτομής στο πλαίσιο δικαστικής έρευνας για την τυχόν διάπραξη ποινικού αδικήματος όπως η ανθρωποκτονια από αμέλεια αποτελεί έμμεση κατάργηση του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας.

Αυτό επισημαίνει, μεταξύ άλλων, το Συμβούλιο Εφετών Πατρών κάνοντας δεκτή την έφεση εισαγγελέα κατά βουλεύματος με το οποίο ανεστάλη η διεξαγωγή νεκροψίας-νεκροτομής στο πλαίσιο διερεύνησης μήνυσης με την οποία γιατροί καταγγέλλονται για ανθρωποκτονία από αμέλεια αναφορικά με το θάνατο ασθενή στο Γενικό Νοσοκομείο Πύργου τον περασμένο Μάρτιο. 

Σύμφωνα με το ιατρικό πιστοποιητικό θανάτου ο εν λόγω ασθενής φέρεται να κατέληξε από επιπλοκές της νόσου Covid-19. Ωστόσο, η μητέρα και η σύζυγός του με τη μήνυση που κατέθεσαν αμφισβητούν όχι μόνο την αιτία θανάτου του ασθενούς αλλά και την ακριβή ώρα θανάτου αυτού και ζητησαν τη διενέργεια νεκροψίας - νεκροτομής. 

Για το υπ' αριθμ. 77.2021 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πατρών με το οποίο έγινε δεκτή η έφεση εισαγγελέα κατά της κρίσης του πρωτοβάθμιου δικαστικού συμβουλίου το lawspot.gr αναφέρει τα εξής:

Το Συμβούλιο Εφετών Πατρών με βούλευμά του (ΣυμβΕφΠατρών 77/2021) δέχτηκε την έφεση του Αντεισαγγελέα Εφετών κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, δυνάμει του οποίου ανακλήθηκε η διενέργεια νεκροψίας -νεκροτομής στο πτώμα θανόντος που νοσηλευόταν σε νοσοκομείο με covid-19, προκειμένου να διερευνηθούν οι ακριβείς συνθήκες του θανάτου του ύστερα από έγκληση για ανθρωποκτονία από αμέλεια που υπέβαλαν οι σύζυγος και μητέρα του.

Παρά τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από την Ιατροδικαστική Υπηρεσία στην οποία υπάγεται το νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν ο αποβιώσας, το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι πράγματι υφίσταται αναγκαιότητα διενέργειας της αιτούμενης από τις μηνύτριες νεκροψίας - νεκροτομής της σορού του θανόντος.

Ειδικότερα, οι ισχυρισμοί που εκτέθηκαν περί της μη αναγκαιότητας διενέργειας νεκροψίας – νεκροτομής και έγιναν δεκτοί από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ηλείας με το προσβαλλόμενο βούλευμα, έχουν ως εξής : Δεδομένης της διαγνωσμένης αιτίας θανάτου, η νεκροτομική διερεύνηση ουδέν το επιπρόσθετο μπορεί να προσφέρει μετά τη διάγνωση των κλινικών ιατρών, σε συνάρτηση με το γεγονός ότι η περίπτωση αυτή δεν υπέχει θέση αιφνίδιου ή βίαιου θανάτου, ώστε να δικαιολογείται - απαιτείται η διενέργεια νεκροτομής.

Ακόμη δε και η δειγματοληψία, η οποία θα γινόταν στο πλαίσιο μιας νεκροτομικής διερεύνησης προς τεκμηρίωση των μακροσκοπικών ευρημάτων (ιστοπαθολογική εξέταση), σε καμία περίπτωση δεν θα ήταν εφικτό να συνεισφέρει στην εξακρίβωση των συνθηκών νοσηλείας, ιατρικής φροντίδας κ.α. του θανόντα, παρά μόνο θα επιβεβαίωνε τη λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος (ως αιτία θανάτου), συνεπεία του κορωνοϊού. Οποιοδήποτε άλλο ερώτημα είναι δυνατό να απαντηθεί και να προκύψει με ασφάλεια από τη μελέτη του ιατρικού φακέλου και των λοιπών εγγράφων, από ειδικό πραγματογνώμονα – ιατρό. Επιπλέον, κατά τους ισχυρισμούς της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας, σύμφωνα με τις οδηγίες του ΕΟΔΥ νεκροψία - νεκροτομή σε ασθενείς που καταλήγουν από covid-19 πρέπει να γίνεται μόνο όταν αυτό είναι απαραίτητο και με αυστηρή τήρηση μέτρων αποφυγής διάδοσης του κορωνοϊού.

Τούτο δε, σε συνάρτηση με το γεγονός ότι οι εγκαταστάσεις του νεκροτομείου Πάτρας που στεγάζεται στο Π.Γ.Ν. Ρίου, δεν παρέχουν πλήρως τα εχέγγυα για τη διενέργεια νεκροτομικής διερεύνησης σε περιστατικά κορωνοϊού, μετά το πέρας αυτής θα πρέπει να ανασταλεί η λειτουργία του Νεκροτομείου, προκειμένου να γίνουν όλες οι αναγκαίες εργασίες απολύμανσης και καθαρισμού του χώρου. Τέλος, επεσήμανε πως το Νεκροτομείο Πατρών ανήκει στο ΠΓΝ Πατρών, όπου στεγάζεται η Ιατροδικαστική Υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, γεγονός που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την προστασία και τη διαφύλαξη της δημόσιας υγείας και της αποφυγής διασποράς της νόσου στην κοινότητα, δεδομένου ότι στους κοινόχρηστους χώρους του Νεκροτομείου έχουν καθημερινή παρουσία εργαζόμενοι που δεν έχουν ακόμη εμβολιαστεί καθώς επίσης συγγενείς νεκρών και υπάλληλοι γραφείων τελετών οι οποίοι εισέρχονται στο χώρο προς διεκπεραίωση της διαδικασίας φύλαξης και μεταφοράς των σορών. 

Ωστόσο, το Συμβούλιο Εφετών έκρινε πως το ιατρικό πιστοποιητικό θανάτου, όπου αναγράφεται η αιτία θανάτου, δεν αναιρεί την αναγκαιότητα της αιτούμενης από τις μηνύτριες νεκροψίας - νεκροτομής της σορού του ανωτέρω θανόντος, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το γεγονός ότι οι τελευταίες αμφισβητούν όχι μόνο την αιτία θανάτου του ασθενούς αλλά και την ακριβή ώρα θανάτου αυτού. Ούτε η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από ιατρό σχετικής ειδικότητας που θα μελετήσει τον ιατρικό φάκελο νοσηλείας του θανόντος, αναιρεί την αναγκαιότητα διενέργειας νεκροψίας – νεκροτομίας ως αυτοτελούς ανακριτικής πράξης, από την οποία δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να προκύψουν στοιχεία που να ενισχύουν ή να αποδυναμώνουν τη βασιμότητα της μήνυσης. Τόνισε, εν συνεχεία, πως η διενέργεια νεκροψίας - νεκροτομής είναι αναγκαία ανακριτική πράξη για τη διερεύνηση της καταμηνυθείσας αξιόποινης πράξης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, αφού γενικά το πόρισμα της νεκροψίας - νεκροτομής ουσιαστικά συμβάλλει στην υποβοήθηση του έργου των εισαγγελικών και δικαστικών αρχών σε ειδικά επιστημονικά ζητήματα και δη ιατρικά που ανακύπτουν κατά τη διερεύνηση ενός θανάτου.

Επεσήμανε, μάλιστα, πως το τι αποδεικτικά στοιχεία θα εισφέρει εν προκειμένω η νεκροψία – νεκροτομή, εάν δηλαδή θα επιβεβαιώσει ή όχι την αναγραφόμενη στο πιστοποιητικό θανάτου αιτία, μόνο με τη διενέργεια της νεκροψίας-νεκροτομής μπορεί εντέλει να καταδειχθεί. Οποιαδήποτε θέση –ακόμη και αυτή μίας έμπειρης ιατροδικαστού– παραμένει στο χώρο της εικασίας και καθιστά πρόωρη και άνευ αντικειμενικού ερείσματος τις κρίσεις του εκκαλούμενου βουλεύματος αφενός ότι «η νεκροτομική διερεύνηση ουδέν το επιπρόσθετο μπορεί να προσφέρει μετά τη διάγνωση των κλινικών ιατρών» και αφετέρου ότι «η δειγματοληψία, η οποία θα γινόταν στο πλαίσιο μιας νεκροτομικής διερεύνησης προς τεκμηρίωση των μακροσκοπικών ευρημάτων (ιστοπαθολογική εξέταση), σε καμία περίπτωση δεν θα ήταν εφικτό να συνεισφέρει στην εξακρίβωση των συνθηκών νοσηλείας, ιατρικής φροντίδας κ.λπ. επιβεβαιώνοντας απλώς τη λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος συνεπεία του SARS-COV-2».

Παραπέμποντας στη Σύσταση του Συμβουλίου των Υπουργών των κρατών – μελών της ΕΕ, για την Εναρμόνιση των Κανόνων των Ιατροδικαστικών Πράξεων, κατά την οποία νεκροτομές διενεργούνται και σε περιπτώσεις ιατρικής αμέλειας, απέρριψε τον σχετικό αντίθετο ισχυρισμό, κατά τον οποίο υπό κρίση περίπτωση δεν υπέχει θέση αιφνίδιου ή βιαίου θανάτου, ώστε να δικαιολογείται - απαιτείται η διενέργεια νεκροτομής, καθόσον οι εγκαλούσες καταγγέλλουν πιθανές πλημμέλειες του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, στη νοσηλεία, τη φροντίδα και τη σίτιση του θανόντος.

Τέλος, διαπίστωσε πως, εφόσον τηρούνται όλα τα υγειονομικά πρωτόκολλα και οι Οδηγίες του ΕΟΔΥ, μπορεί να διενεργηθεί νεκροψία – νεκροτομή σε άνθρωπο που νοσούσε από Covid-19 και, έτσι, ελαχιστοποιείται ο επικαλούμενος από την Ιατροδικαστική Υπηρεσία κίνδυνος διασποράς του κορωνοϊού. Σε κάθε δε περίπτωση η μη διενέργεια αναγκαίας ανακριτικής πράξης προς το σκοπό της αποφυγής κινδύνου εμφάνισης ή και διάδοσης κορωνοϊού, που ενδέχεται να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, θα αποτελούσε συνταγματικά ανεπίτρεπτο περιορισμό που θα παρεμπόδιζε την ανοιχτή πρόσβαση κάθε πολίτη στη δικαιοσύνη και θα ισοδυναμούσε με έμμεση κατάργηση του προστατευόμενου και από την ΕΣΔΑ δικαιώματος παροχής εννόμου προστασίας, καθώς προσβάλλει την ίδια την υπόσταση του δικαιώματος.

Απόσπασμα απόφασης

Στην προκείμενη δε περίπτωση, το γεγονός ότι ο ασθενής ... απεβίωσε στις 30-3-2021 στο Γενικό Νοσοκομείο Πύργου, μετά από νοσηλεία (28) ημερών στην μονάδα COVID και ότι ως αιτία θανάτου του έχει πιστοποιηθεί από τους θεράποντες ιατρούς του Νοσοκομείου Πύργου, σύμφωνα με το από 30-3-2021 ιατρικό πιστοποιητικό θανάτου του Γ.Ν. Πύργου, ότι ο ασθενής κατέληξε στις 30-3-2021 και ώρα 22:01 από «λοίμωξη αναπνευστικού COVID+ (θετικό) - αναπνευστική ανεπάρκεια - σκλήρυνση κατά πλάκας» δεν αρκεί από μόνο του να αναιρέσει την αναγκαιότητα της αιτούμενης από τις μηνύτριες νεκροψίας - νεκροτομής της σορού του ανωτέρω θανόντος, ιδίως δε όταν οι εγκαλούσες, ... και ..., σύζυγος και μητέρα του θανόντα, που δήλωσαν παράσταση για την υποστήριξη της κατηγορίας, αμφισβητούν όχι μόνο την αιτία θανάτου του ασθενούς (είναι χαρακτηριστικό ότι στην από 31-3-2021 μήνυση τους ζητούν τη διενέργεια νεκροψίας - νεκροτομής «για τη διαπίστωση των αληθών αιτίων του θανάτου του συζύγου και υιού μας, .»), αλλά και την ακριβή ώρα θανάτου του, αφού κατά τους ισχυρισμούς των μηνυτριών ενημερώθηκαν προφορικά από την ιατρό ... για το θάνατο του συγγενούς τους ... στις 21:20΄ενώ στο πιστοποιητικό θανάτου του τελευταίου αναγράφεται ως ώρα θανάτου του 22:01.

Στην προκείμενη δε περίπτωση, η διενέργεια νεκροψίας-νεκροτομής είναι αναγκαία ανακριτική πράξη για τη διερεύνηση της ανωτέρω καταμηνυθείσας αξιόποινης πράξης της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, αφού γενικά το πόρισμα της νεκροψίας-νεκροτομής ουσιαστικά συμβάλλει στην υποβοήθηση του έργου των εισαγγελικών-δικαστικών αρχών σε ειδικά επιστημονικά ζητήματα και δη ιατρικά που ανακύπτουν κατά τη διερεύνηση ενός θανάτου, δεδομένου ότι η ιατροδικαστική εξέταση μιας σορού αποτελεί ιατροδικαστική πράξη, η οποία σύμφωνα με τον Ν. 3772/2009 (ΦΕΚ 112Α ́/11-7-2009) διενεργείται είτε από ιατροδικαστές που υπηρετούν στις ιατροδικαστικές υπηρεσίες του κράτους και υπάγεται στην περί πραγματογνωμοσύνης διάταξη του άρθρο 183 τυ ΚΠΔ. Το τι αποδεικτικά στοιχεία θα εισφέρει εν προκειμένω η νεκροψία – νεκροτομή, δηλ. αν θα επιβεβαιώσει ή όχι την αναγραφόμενη στο πιστοποιητικό θανάτου αιτία θανάτου του ... («λοίμωξη αναπνευστικού COVID+ (θετικό) - αναπνευστική ανεπάρκεια - σκλήρυνση κατά πλάκας»), μόνο με τη διενέργεια της ανωτέρω πράξης [νεκροψίας-νεκροτομής] μπορεί να καταδειχθεί και οποιαδήποτε θέση –ακόμη και αυτή μίας έμπειρης ιατροδικαστού– παραμένει στο χώρο της εικασίας και καθιστά πρόωρη και άνευ αντικειμενικού ερείσματος τις κρίσεις του εκκαλούμενου βουλεύματος αφενός ότι «η νεκροτομική διερεύνηση ουδέν το επιπρόσθετο μπορεί να προσφέρει μετά τη διάγνωση των κλινικών ιατρών» και αφετέρου ότι «η δειγματοληψία, η οποία θα γινόταν στο πλαίσιο μιας νεκροτομικής διερεύνησης προς τεκμηρίωση των μακροσκοπικών ευρημάτων (ιστοπαθολογική εξέταση), σε καμία περίπτωση δεν θα ήταν εφικτό να συνεισφέρει στην εξακρίβωση των συνθηκών νοσηλείας, ιατρικής φροντίδας κ.λπ. επιβεβαιώνοντας απλώς τη λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος συνεπεία του SARS-COV-2».

Το επιχείρημα ότι η υπό κρίση περίπτωση δεν υπέχει θέση αιφνίδιου ή βιαίου θανάτου, ώστε να δικαιολογείται - απαιτείται η διενέργεια νεκροτομής, αναιρείται από τη Σύσταση Νο R(99)3 του Συμβουλίου των Υπουργών των κρατών – μελών της ΕΕ, για την Εναρμόνιση των Κανόνων των Ιατροδικαστικών Πράξεων (υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο Υπουργών στις 2 Φεβρουαρίου 1999) που συστήνει ότι «Νεκροτομές θα πρέπει να γίνονται σε όλες τις περιπτώσεις υπόνοιας ή προφανούς μη φυσικού θανάτου, ακόμη και αν υπάρχει μεγάλη καθυστέρηση μεταξύ των γεγονότων που προηγήθηκαν και του χρόνου του θανάτου, ειδικώς δε: ... e. Σε περιπτώσεις υπόνοιας ιατρικής αμέλειας». Περαιτέρω, το γεγονός ότι οι εγκαλούσες, ... και ..., σύζυγος και μητέρα του θανόντα, που δήλωσαν παράσταση για την υποστήριξη της κατηγορίας, καταγγέλλουν πιθανές πλημμέλειες του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, στη νοσηλεία, τη φροντίδα και τη σίτισή του θανόντος δεν αναιρούν τα ανωτέρω, ιδίως δεν αναιρούν την αναγκαιότητα διενέργειας νεκροψίας – νεκροτομίας ως αυτοτελούς ανακριτικής πράξης.

Το γεγονός ότι οποιοδήποτε άλλο ερώτημα που αφορά την ιατρική αντιμετώπιση του ασθενούς από το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό του Γενικού Νοσοκομείου Πύργου και ειδικότερα η υποβολή του ασθενούς ή μη στις αναγκαίες ιατρικές εξετάσεις, η ορθή ή μη διάγνωση της κατάστασης της υγείας του, η επιλογή ή μη της ορθής ιατροφαρμακευτικής αγωγής για την αντιμετώπιση του προβλήματός του, η προσήκουσα ή μη ιατρική του παρακολούθηση, η επιμελής χορήγηση της φαρμακευτικής αγωγής για το υποκείμενο νόσημα που αντιμετώπιζε, η σωστή φροντίδα και σίτισή του κατά την νοσηλεία του, ήτοι ερωτήματα που σχετίζονται με τη διερεύνηση της βασιμότητα της μήνυσης, πράγματι απαιτούν ειδικές γνώσεις ιατρικής και δεν μπορούν να τύχουν δικαστικής αξιολόγησης και εκτίμησης παρά μόνο με τη διενέργεια σχετικής πραγματογνωμοσύνης από ιατρό σχετικής ειδικότητας που θα μελετήσει τον ιατρικό φάκελο νοσηλείας του θανόντος, δεν αναιρεί την αναγκαιότητα διενέργειας και νεκροψίας – νεκροτομίας ως αυτοτελούς ανακριτικής πράξης, από την οποία δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να προκύψουν στοιχεία που να ενισχύουν ή να αποδυναμώνουν τη βασιμότητα της μήνυσης.

Από τα προαναφερόμενα, προκύπτει ότι στην υπό κρίση περίπτωση, η νεκροψία της σορού του θανόντος ... είναι απαραίτητη για τη διάγνωση των συνθηκών και αιτιών θανάτου του και των τυχόν ιατρικών πλημμελειών που αιτιακά οδήγησαν στον θάνατό του. Περαιτέρω, εφόσον τηρούνται όλα τα υγειονομικά πρωτόκολλα και οι Οδηγίες του ΕΟΔΥ, μπορεί να διενεργηθεί νεκροψία – νεκροτομή, σε έναν άνθρωπο που νοσούσε από Covid 19 και έτσι ελαχιστοποιείται ο επικαλούμενος από την Προϊσταμένη της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Πατρών, κίνδυνος διασποράς του κορωνοϊού στο εργαστήριο Ιατροδικαστικής που στεγάζεται στο χώρο του Π.Γ.Ν. Πατρών, στους κοινόχρηστους χώρους του οποίου, έχουν καθημερινή παρουσία εργαζόμενοι που δεν έχουν ακόμη εμβολιαστεί καθώς επίσης και συγγενείς νεκρών και υπάλληλοι γραφείων τελετών (που επίσης δεν έχουν εμβολιαστεί) οι οποίοι εισέρχονται στο χώρο προς διεκπεραίωση της διαδικασίας φύλαξης και μεταφοράς των σορών.

Η απόφαση είναι διαθέσιμη στην ΤΝΠ Ισοκράτης

ΑΝΑΡΤΗΘΗΚΕ 14-5-2021 από directNEWS.gr


Τελευταία Δικαστικά