«Θέλω να ζητήσω ένα μεγάλο συγγνώμη από την οικογένειά μου και την αγαπημένη μου Στελλίτσα που της έκανα αυτό το κακό. Για όλα φταίει η κακιά στιγμή και τα χάπια που παίρνω τα τελευταία τρία χρόνια περίπου. Θα σας πως όμως από την αρχή ότι έγινε για να καταλάβετε ότι δεν έφταιγα ούτε έκανα κάτι με πρόθεση».
Τα παραπάνω ανέφερε, μεταξύ άλλων, ο 61χρονος συνταξιούχος αστυνομικός, που ομολόγησε ότι σκότωσε την 6χρονη κόρη του Σττυλιανή και ότι στη συνέχει πέταξε το άψυχο σώμα της στα σκουπίδια.
Ο κατηγορούμενος, που αντιμετωπίζει τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και της περιύβρισης νεκρού αναμένεται να απολογηθεί την προσεχή Τρίτη στον ανακριτή. Πληροφορίες αναφέρουν ότι κατά την απολογία του αναμένεται να επικαλεστεί μειωμένο καταλογισμό, λόγω της φαρμακευτικής αγωγής την οποία λαμβάνει λόγω ψυχολογικών προβλημάτων. Ήδη η υπεράσπισή του έχει υποβάαλει αίτημα να εξεταστεί από νευρολόγο-ψυχάτρο, καθώς ισχυρίζεται ότι έχει αυτοκτονικές τάσεις και πως επί σειρά ετών λαμβάνει φάρμακα.
«Ήμουν πολύ μεγάλος για να γίνω και πάλι πατέρας»
Απολογούμενος ενώπιον των αστυνομικών ξεκινά αναφερόμενος στη σχέση του με τη δεύτερη σύζυγό του κι ότι εκείνη τον πίεζε για γάμο και παιδιά ενώ εκείνος δεν ήθελε και στη μικρή Στέλλα που γεννήθηκε με πρόβλημα υγείας. Στη συνέχεια αναφέρεται στην επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε η σύζυγός του η οποία την κράτησε μακριά τους το μοιραίο βράδυ, στην επιστροφή του στο σπίτι με τα παιδιά, φθάνοντας στην περιγραφή του εγκλήματος και πως στη συνέχεια σκηνοθέτησε τη δήθεν εξαφάνιση της κόρης του για να συγκαλύψει την πράξη του.
«Εγώ να σας πω την αλήθεια δεν ήθελα γιατί ήμουν πολύ μεγάλος για να γίνω και πάλι πατέρας (σ.σ. έχει δυο παιδιά από τον πρώτο του γάμο) εκείνη όμως επέμενε και τελικά με εξωσωματική αποκτήσαμε τα δυο μας παιδιά.
Εξ αιτίας του προβλήματος της Στέλλας έπεσα σε κατάθλιψη με αποτέλεσμα εδώ και τρία χρόνια να παίρνω φαρμακευτική αγωγή. Με το που γεννήθηκαν τα παιδιά εγώ και η γυναίκα μου κάναμε ένα τεράστιο λάθος. Το λάθος μας ήταν ότι εγώ ασχολούμην αποκλειστικά με τον Μάριο και η γυναίκα μου με την Στέλλα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να θέλει μόνο τη μαμά της και απέναντι μου να είναι επιθετική»
«Άρχισε να με χτυπάει με τα χέρια της στην κοιλιά»
«Εκείνο το βράδυ μόλις φτάσαμε σπίτι είπα στη Στέλλα ότι πρέπει να την κάνω μπάνιο. Πήρα τα χάπια μου και ήπια ποτήρι κρασί», λέει και περιγράφει πως η μικρή δεν ήθελε να κάνει μπάνιο. «Ήταν τελείως αρνητική», ισχυρίζεται και συμπληρώνει «Παρακάλεσα πάλι την Στέλλα να την κάνω μπάνιο. Εκείνη εξακολουθούσε να μην θέλει, γιατί ήθελε τη μαμά της. Άρχισε να με χτυπάει με τα χέρια της στην κοιλιά. Όπως με χτυπούσε και το κεφάλι της βρισκόταν στο ύψος του στήθους μου, την έσφιξα με το δεξί μου χέρι για να σταματήσει να με χτυπάει, μέχρι που κατάλαβα ότι είχε χάσει τις αισθήσεις της. Άνοιξα το χέρι μου που την έσφιγγα και η Στέλλα έπεσε στο πάτωμα. Είδα ότι δεν ανέπνεε και κατάλαβα ότι κάτι κακό είχε γίνει. Τα έχασα, τρομοκρατήθηκα και το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να βγάλω τη Στέλλα έξω από το σπίτι. Πήγα στο αποθηκάκι και πήρα τρεις μαύρες σακούλες σκουπιδιών.
Όπως ήταν πεσμένη στο πάτωμα έβαλα τη Στέλλα σε μία από αυτές τις σακούλες ξεκινώντας από το κεφάλι της και καταλήγοντας στα πόδια. Θέλω να σας πω δηλαδή ότι η σακούλα έκλεινε στα πόδια της (...) Μετά σκέφτηκα να σκηνοθετήσω το χώρο για να φαίνεται ότι κάποιος έκανε ληστεία. Άνοιξα κάποια συρτάρια και κάποιες ντουλάπες στην κρεβατοκάμαρα και αφαίρεσα από την μπιζουτιέρα της γυναίκας μου διάφορα κοσμήματα... Τα συρτάρια και τις ντουλάπες για να μην αφήσω τα δακτυλικά μου αποτυπώματα , τα άνοιξα με μια φανέλα , που κρατούσα στα χέρια μου. Ξέχασα να σας πω ότι στις σακούλες σκουπιδιών που έβαλα την Στέλλα έβαλα και μία κόκκινη κουβερτούλα που πήρα από το κρεβάτι της, μη ρωτάτε γιατί, δεν ξέρω να σας απαντήσω.
«Κατέβηκα στο δρόμο και με τα πόδια πήγα σε ένα κάδο και εκεί μέσα άφησα τη Στέλλα»
Τις σακούλες με την Στέλλα τις κρατούσα με τα δυο μου χέρια στην αγκαλιά μου...Κατέβηκα στο δρόμο και με τα πόδια πήγα σε έναν κάδο και εκεί μέσα άφησα την Στέλλα. Σε έναν άλλο κάδο εκεί κοντά πέταξα και τα κοσμήματα της γυναίκας μου (...) Γύρισα στο σπίτι και άνοιξα την πόρτα του διαμερίσματος μας, αλλά όταν μπήκα, τα κλειδιά τα άφησα στην κλειδαριά από την έξω μεριά. Αυτό το έκανα για να ισχυριστώ το πρωί στους αστυνομικούς ότι επειδή ήμουν αφηρημένος ξέχασα τα κλειδιά, κάποιοι μπήκαν μέσα, με λήστεψαν και φεύγοντας πήραν και τη Στέλλα. Αφού άφησα τα κλειδιά πήγα στο κρεβάτι μου, όπου λόγω του κρασιού και των χαπιών που είχα πάρει με πήρε ο ύπνος.
Το πρωί στις 7 παρά τέταρτο ξύπνησα με το ξυπνητήρι που είχα βάλει στο κινητό μου. Μόλις ξύπνησα πήρα τηλέφωνο το ΑΤ Αγίας Βαρβάρας και είπα ότι κάποιοι άγνωστοι μπήκαν στο σπίτι μου, με είχαν ληστέψει και μου είχαν πάρει και την κόρη μου.
Είπα σε αυτόν (σ.σ. στον αστυνομικό με τον οποίο συνυπηρετούσε πριν συνταξιοδοτηθεί και ο οποίος έφθασε μέσα σε λίγα λεπτά στο σπίτι του) την ιστορία που είχα φτιάξει στο μυαλό μου , πήγα το γιο μου στο σχολείο και ξαναγύρισα σπίτι όπου με περίμενε ο αστυνομικός (...) Ζητάω συγγνώμη για ακόμη μια φορά για το κακό που έκανα έγινε όμως κατά λάθος. Ποτέ δεν θα έκανα κακό στο ίδιο μου το παιδί. Έχω μετανιώσει και ζητάω συγγνώμη για αυτό που έγινε».
Μέσα σε τρεις μαύρες σακούλες βρήκαν το πτώμα της Στελλίτσας
Οι αστυομικοί εντόπισαν το άψυχο κορμάκι της 6χρονης μέσα σε κάδο σκουπιδιών τον οποίο υπέδειξε ο κατηγορούμενος μετά την ομολογία του, μέσα σε τρεις μαύρες σακούλες, κοντά στο σπίτι της οικογένειας στην Αγία Βαρβάρα.
Ο αστυνομικός που βρήκε το πτώμα του παιδιού αναφέρει στην κατάθεσή του: «Πήγαμε στο σημείο που μας υπέδειξε ο κατηγορούμενος και βρήκαμε εντός κάδου απορριμμάτων μία μεγάλη μαύρη πλαστική σακούλα. Αφού ανοίξαμε αυτή τη σακούλα βρήκαμε μέσα της μία κόκκινη κουβέρτα και άλλη μία ίδια σακούλα δεμένη. Αφού ανοίξαμε αυτή τη σακούλα, είδαμε μέσα άλλη μία ίδια σακούλα δεμένη, την οποία ανοίξαμε και είδαμε το πτώμα της εξάχρονης».
Το πτώμα της Στελλίτσας, σύμφωνα με την έκθεση αυτοψίας και κατασχέσεως που συμπεριλαμβάνεται στη δικογραφία ήταν «κανονικά ενδεδυμένο με παντελόνι ροζ χρώματος, μακρυμάνικη μπλούζα κίτρινου χρώματος και φανέλα λευκού χρώματος, καθώς επίσης και κάλτσες γκρι-ροζ χρώματος. Επίσης φορούσε πάνα λευκού χρώματος, ενώ στα μαλλιά φορούσε λαστιχάκι ροζ χρώματος. Στα άνω και κάτω χείλη του πτώματος παρατηρήθηκαν εκχυμώσεις».
Ο ιατροδικαστής στην κατάθεσή του περιγράφει τα ευρήματά του, λέγοντας: «Κατά την αυτοψία και την κλινική εξέταση που διενήργησα εξωτερικά στο πτώμα διαπίστωσα ότι έφερε θλαστικές εκχυμώσεις στο άνω και κάτω χείλος του στόματος. Στον πατέρα διαπιστώθηκε κατά την εξωτερική κλινική του εξέταση μία μικρή γραμμοειδής εσχαροποιημένη εκδορά στην πρόσθια επιφάνεια της αριστεράς πυχαιοκαρπικής άρθρωσης και δύο μικρές εκδορές στρογγυλού σχήματος στη ραχιαία επιφάνεια της αριστερής χειρός».
Η μητέρα της 6χρονης και σύζυγος του κατηγορουμένου λίγες ώρες πρν ο 61χρονος ομολογήσει το αποτρόπαιο έγκλημα του είχε δηλώσει στην αστυνομία ότι επιθυμεί την ποινική δίωξη των άγνωστων δραστών. Είχε μόλις ενημερωθεί από το σύζυγο της ότι η μικρή αγνοείται.
«Έχω σοκαριστεί και δεν ξέρω τον λόγο που πήρανε την κόρη μου. Δεν θεωρώ ότι ο σύζυγός μου έχει σχέση με αυτό», ανέφερε στην κατάθεσή της.
«ο μπαμπάς δεν γελάει και θυμώνει αρκετά πιο εύκολα από τη μαμά»
Η αστυνομικός -ψυχολόγος, που μίλησε με τον 6χροο γιο της οικογένειας, τον Μάριο, είπε στη κατάθεσή της: «Ο μικρός μου είπε ότι είμαστε στην Αστυνομία και ότι οι αστυνομικοί ψάχνουν την αδελφή του, την οποία είχαν κλέψει από το σπίτι τους το βράδυ... Μου είπε ότι μπήκαν κλέφτες, κλέψανε την αδελφή του, τα χαρτιά της που ήταν από τους γιατρούς, καθώς και κάτι χρυσαφικά. Πρόσθεσε επίσης ότι αυτό συνέβη επειδή όπως ενημερώθηκε από τον πατέρα του ο τελευταίος είχε αφήσει τη νύχτα κατά λάθος τα κλειδιά του έξω από την πόρτα (...) Ο μικρός ήταν απόλυτος, ότι δεν άκουσε τίποτα, μολονότι κάποια στιγμή ανέφερε ότι είχε κλειστά τα αυτιά του, για να μην ακούσει, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ούτε κιχ. Όταν προσπάθησα να κατανοήσω τι εννοούσε ήταν μάλλον απρόθυμος να μου δώσει περισσότερες επεξηγήσεις (...) Τον ρώτησα, αν θα μπορούσε ο μπαμπάς του να έχει ακούσει κάτι και μου απάντησε πως αυτό δεν θα μπορούσε να έχει συμβεί, επειδή φοράει πάντοτε τόσο τη νύχτα όσο και κάποιες ώρες της ημέρας ωτοασπίδες, γιατί τον ενοχλούν οι θόρυβοι (...) Μου είπε ότι το βράδυ φορούν πυτζάμες και πως με αυτές τις πυτζάμες και με την κουβέρτα που σκεπάζεται η Στέλλα την έκλεψαν (...) Μου είπε ότι του αρέσει να τον αγκαλιάζουν και να τον φιλούν, αλλά αυτό το κάνει μόνο η μαμά, γιατί στον μπαμπά δεν αρέσουν γενικά τα χάδια, τα φιλιά και οι αγκαλιές. Πρόσθεσε επίσης, ότι ο μπαμπάς δεν γελάει και πως θυμώνει αρκετά πιο εύκολα από τη μαμά, με την οποία προτιμά και ο ίδιος να μιλάει περισσότερο. Επίσης, ανέφερε ότι η αδελφή του είναι πολύ δεμένη με τη μαμά, ενώ και ο ίδιος εξέφρασε τόσο την αγάπη του, όσο και την αγωνία του για το τι μπορεί να της συμβαίνει».
Βίντεο με τον πατροκτόνο;
Στο μεταξύ, οι αστυνομικοί μελετούν με ιδιαίτερη προσοχή ένα βίντεο από κάμερα ασφαλείας το οποίο πιθανολογείται ότι δείχνει τις κινήσεις του παιδοκτόνου και συγκεκριμένα τη στιγμή που ο 61χρονος συνταξιούχος αστυνομικός πετά την μικρή Στέλλα στον κάδο απορριμμάτων.
Στο βίντεο, συγκεκριμένα, έχει κατγραφεί ένας άνδρας, που φορά ανοιχτόχρωμα ρούχα, ο οποίος σταματά μπροστά σε ένα κάδο σκουπιδιών, τον ανοίγει και πετά κάτι μέσα. Στη συνέχεια ο άνδρας σκύβει, παίρνει κάτι από κάτω και φεύγει.
ΑΝΑΡΤΗΘΗΚΕ 28-4-2017 από directNEWS.gr