Logo

Εφετείο Αθήνας: Απόφαση υπέρ των τραπεζών για τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο



 
 

Απόφαση υπέρ των τραπεζών για την υπόθεση σύναψης δανειακών συμβάσεων σε ελβετικό φράγκο εξέδωσε το Πολιτικό Εφετείο της Αθήνας.

Η επίμαχη απόφαση δημοσιεύθηκε την Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου και με αυτή γίνεται δεκτή η έφεση που άσκησε η  Τράπεζα Eurobank  κατά της απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου της Αθήνας επί συλλογικής αγωγής. 

Το Πρωτοδικείο είχε κρίνει παράνομους και καταχρηστικούς τους όρους σύναψης δανειακών συμβάσεων σε ελβετικό φράγκο.  Ωστόσο το Εφετείο με την κρίση του «εξαφάνισε» την πρωτοβάθμια απόφαση που δικαίωνε τις ενώσεις που εκπροσωπούσαν τους δανειολήπτες. 

Η εφετειακή απόφαση πρακτικά σημαίνει ότι η αύξηση που προέκυψε από τη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ - φράγκου επιβαρύνει τους δανειολήπτες-οφειλέτες αφού ο συναλλαγματικός κίνδυνος που έφεραν οι δανειολήπτες, αποτέλεσε φυσικό επακόλουθο της επιλογής τους στα πλαίσια της συμβατικής τους ελευθερίας, ενώ την επελθούσα ανατροπή της ισοτιμίας, ούτε η τράπεζα μπορούσε να την προβλέψει αφού εξαρτάται από αστάθμητους παράγοντες, η ανατροπή δε αυτή επιφέρει βλάβη και στην εναγομένη.

Στην πολυσέλιδη απόφαση του Εφετείου της Αθήνας αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι:

*οι επίμαχοι όροι της σύμβασης δεν υπόκεινται καθόλου σε έλεγχο καταχρηστικότητας, διότι εντάσσονται στους «δηλωτικούς όρους» της σύμβασης, αφού επαναλαμβάνουν την ενδοτικού δικαίου διάταξη του άρθρου 291 του Αστικού Κώδικα. Αυτοί οι Γενικοί Όροι Συναλλαγών (ΓΟΣ), ως «δηλωτικοί όροι» εξ ορισμού δεν μπορεί να είναι καταχρηστικοί, αφού η ρύθμιση τους συμπίπτει με το νόμο, ώστε να εκφεύγουν του δικαστικού ελέγχου σύμφωνα και με τη ρητή επιταγή του άρθρου 1 παρ.2 της Οδηγίας 93/13.

*πέραν της  διάταξης 291 του Αστικού Κώδικα υπάρχει και η  υπέρ των δανειοληπτών ευρωπαϊκή Οδηγία 2014/17/ΕΕ παρ. 3 άρθρο 23, η οποία, παρ΄ όλα αυτά, επιβεβαιώνει τη βασική αξιολογική στάθμιση ότι η κρίσιμη για τη μετατροπή του δανείου από αλλοδαπό σε εγχώριο νόμισμα συναλλαγματική ισοτιμία δεν μπορεί να ανατρέχει στο παρελθόν, αλλά θα πρέπει να συντελείται με βάση την τρέχουσα, κατά τον χρόνο της μετατροπής ισοτιμία. 

*η  επιχειρούμενη να στηριχθεί στο άρθρο 178 ΑΚ (Δικαιοπραξία αντίθετη προς τα χρηστά ήθη) επικουρική βάση της αγωγής, τυγχάνει μη νόμιμη, καθώς δεν προκύπτει το στοιχείο της ανηθικότητας στις επίμαχες δανειακές συμβάσεις δοθέντος ότι η σύναψη σύμβασης δανείου σε ξένο νόμισμα που περιέχει τον επίμαχο όρο δεν προσκρούει  στα χρηστά ήθη, δεδομένου μάλιστα ότι ο όρος αυτός επαναλαμβάνει διάταξη νόμου, ανάγεται δε στην ίδια τη συμβατική ελευθερία η επιλογή εκ μέρους των συμβαλλόμενων μερών του νομίσματος εκπλήρωσης της δανειακής υποχρέωσης.

Σε άλλο σημείο της απόφασης τονίζεται ότι η ρήτρα ελβετικού φράγκου ήταν κατά τη σύναψη των συμβάσεων αλλά και για αρκετό χρόνο μετά τη σύναψή τους, ευνοϊκή για τους οφειλέτες, λόγω του χαμηλού επιτοκίου του δανείου και της υψηλής συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ/ελβετικού, ώστε να μην συντρέχει εν προκειμένω καταχρηστική άσκηση της συμβατικής ελευθερίας από τον οικονομικά ισχυρότερο και αντίθεση ως εκ τούτου της σύμβασης στις αντιλήψεις του μέσου χρηστού και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου περί τις επιταγές της κονωνικής ηθικής.

Μη νόμιμη κατά την κρίση του  Εφετείου είναι και η ερειδόμενη στο άρθρο 179 ΑΚ επικουρική βάση της αγωγής, διότι αφενός μεν τα αναγκαία για τη θεμελίωση της παραπάνω αγωγικής βάσης στοιχεία όπως η ανάγκη, κουφότητα ή απειρία (στη ζωή ή στις συναλλαγές) των δανειοληπτών και η εκμετάλλευση από της εναγομένης αυτής της κατάστασης δεν μπορούν να κριθούν γενικώς και αφηρημένως στο πρόσωπο του μέσου καταναλωτή, αλλά μόνο σε κατ' ιδίαν περιπτώσεις κατά την κατάρτιση κάθε σύμβασης ξεχωριστά.

Υπογραμμίζεται, επίσης, στην απόφαση ότι δεν  συντρέχει η προϋπόθεση του άρθρου 179 ΑΚ, περί προφανούς δυσαναλογίας παροχής-αντιπαροχής, κατά την κατάρτιση της σύμβασης, αφού η χορήγηση και η αποπληρωμή των ένδικων δανείων σε ξένο νόμισμα δεν ήταν εξαρχής και εξ ορισμού σε βάρος των δανειοληπτών, αλλά η αύξηση της οφειλόμενης δόσης επήλθε, μετά την ανατροπή της ισοτιμίας ευρώ-ελβετικού φράγκου και η δυσαναλογία ανέκυψε σε ύστερο της σύναψης της σύμβασης χρόνο λόγω μεταβολής των τιμών συναλλάγματος και ενώ επί πολλά έτη η σύμβαση λειτούργησε σε όφελος των δανειοληπτών.

ΑΝΑΡΤΗΘΗΚΕ 27-2-2018 από directNEWS.gr


Τελευταία Δικαστικά