«Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που πρέπει να σταθμίζονται στη λήψη μιας απόφασης κάλυψης συναδέλφων από αθέμιτη κριτική, όπως η διαφύλαξη του κύρους και της αξιοπιστίας της Ένωσης, ως συλλογικού οργάνου που εκπροσωπεί τη μεγάλη πλειοψηφία του Δικαστικού Σώματος και η προστασία της από λαθεμένες επιλογές.»
Τα παραπάνω αναφέρει, μεταξύ άλλων, ο Χριστόφορος Σεβαστίδης, ΔΝ- Εφέτης και πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, σε άρθρο του αναφορικά με τα όρια της κριτικής σε βάρος δικαστών και εισαγγελέων και πότε πρέπει μια δικαστική Ένωση να καλύψει συναδέλφους από αθέμιτη κριτική.
Το άρθρο του κ. Σεβαστίδη έρχεται σε μία χρονική περίοδο κατά την οποία η εισαγγελέας της έδρας του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων που εκδίκασε την υπόθεση της εγκληματικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής, Αδαμαντία Οικονόμου, δέχθηκε σφοδρές λεκτικές επιθέσεις για τις θέσεις που διατύπωσε κατά τις αγορεύσεις της για τα θέματα της ενοχής των κατηγορουμένων, της αναγνώρισης ελαφρυντικών και της αναστολής των ποινών των καταδικασθέντων.
Με αφορμή αυτές τις λεκτικές επιθέσεις η Ένωση Εισαγγελέων εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι η κριτική προς τη δικανική κρίση των εισαγγελικών λειτουργών «δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει κάθε μέτρο ευπρέπειας και να τείνει να αποτελέσει μοχλό πίεσης και προσβολής του ελεύθερου φρονήματος των δικαστικών λειτουργών, στοιχείο που αποτελεί θεμελιώδη πυλώνα του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας».
Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων δεν εξέδωσε κάποια σχετική ανακοίνωση.
Για τις περιπτώσεις που η ΕΔΕ επέλεξε να μην τοποθετηθεί ο κ. Σεβαστίδης αναφέρει: «Υπήρχαν τέσσερις περιπτώσεις τα τελευταία χρόνια που η Ένωση επέλεξε να μην τοποθετηθεί, παρά το γεγονός πως υπήρχε αντίθετο αίτημα από ορισμένα μέλη μας. Πιστεύω ότι η εξέλιξη των γεγονότων δικαίωσε τις επιλογές μας και διέσωσε τη συλλογική αξιοπιστία. Σε κάθε περίπτωση και η απόφαση μιας Δικαστικής Ένωσης να σιωπήσει ή να τοποθετηθεί σε ένα ζήτημα που έχει δημόσιο ενδιαφέρον υπόκειται σε κριτική, ακόμα και κακόβουλη! »
Όλο το άρθρο του κ. Σεβαστίδη, που αναρτήθηκε στον ιστότοπο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, αναφέρει τα εξής:
«Θεμελιώδης δημοκρατική κατάκτηση είναι η ελευθερία έκφρασης του πολίτη και η ανεμπόδιστη άσκηση κριτικής. Αντικείμενο της κριτικής μπορεί να είναι οποιοσδήποτε. Ιδιαίτερη ωστόσο αξία αποκτά η κριτική όταν στρέφεται εναντίον φορέων της κρατικής εξουσίας. Όσο πιο διευρυμένο είναι το πλαίσιο της κριτικής και όσο πιο ελεύθερα ασκείται τόσο περισσότερο εμπεδωμένη είναι η Δημοκρατία στο Λαό, τόσο μεγαλύτερη νομιμοποίηση αποκτούν οι θεσμοί. Εισαγωγικά μπορούμε να ομολογήσουμε ότι ενώ είναι δυσάρεστη σε προσωπικό και ανθρώπινο επίπεδο, είναι απόλυτα αναγκαία σε επίπεδο θεσμικό.
Στη συνήθη σύγκρουση ανάμεσα στην ελευθερία έκφρασης και στην προστασία της προσωπικότητας η στάση των κοινωνιών παραλλάσει ανάλογα με την παράδοση και τα ιστορικά βιώματα. Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, το περισσότερο φιλελεύθερο στον κόσμο στα ζητήματα ελεύθερης έκφρασης και ανεμπόδιστης κριτικής, θεωρεί ότι «ο διάλογος πάνω σε δημόσια θέματα πρέπει να είναι χωρίς αναστολές, ζωηρός και ανοιχτός στα πάντα». Κάθε άποψη, κάθε ιδέα, ακόμα και η πιο εξωφρενική ή αστήριχτη, έχει τη θέση της στην αγορά των ιδεών (Χρ. Βρεττού, Η αιχμηρή κριτική ως συνταγματικό δικαίωμα, έκδ. Νομική Βιβλιοθήκη). Στην υπόθεση The New York Times v. Sullivan το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η προστασία του λόγου υπερτερεί έναντι της προστασίας της υπόληψης των δημοσίων προσώπων, εκτός από την περίπτωση της συκοφαντικής δυσφήμησης.
Το ΕΔΔΑ σε αντίθεση με την απόλυτη προστασία που παρέχει στην ελευθερία λόγου το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, δεν παρέχει απόλυτο προβάδισμα στην εν λόγω ελευθερία αλλά εφαρμόζει την αρχή της στάθμισης των αντικρουόμενων συμφερόντων υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας. Παρέχεται ωστόσο τεκμήριο υπέρ της ελευθερίας του λόγου, ιδίως όταν οι ισχυρισμοί αφορούν δημόσια πρόσωπα. Το ΕΔΔΑ έχει κρίνει επανειλημμένα ότι τα όρια της κριτικής κατά πολιτικών προσώπων είναι ευρύτερα από τα όρια κριτικής κατά ιδιωτών. Και ναι μεν έκρινε ότι τα περιθώρια κριτικής σε βάρος δικαστικών λειτουργών είναι στενότερα από αυτά σε βάρος των πολιτικών, διότι οι δικαστικοί λειτουργοί υπόκεινται στο καθήκον αυτοσυγκράτησης και δεν μπορούν να απαντήσουν, ενώ σε περίπτωση προσβολής της τιμής τους υπονομεύεται η δημόσια εμπιστοσύνη στην ακεραιότητα του Δικαστικού Σώματος ως συνόλου (υπoθέσεις Busuioc κατά Μολδαβίας, 12-12-2004 και Prager and Oberschlick κατά Αυστρίας, 26-4-1995), ωστόσο σε ορισμένες περιπτώσεις όταν ενεργούν υπό την επίσημη ιδιότητά τους, τα όρια κριτικής είναι σαφώς ευρύτερα σε σχέση με τους υπόλοιπους πολίτες. Στην υπόθεση Ρίζος και Ντάσκας κατά Ελλάδος (ΕΔΔΑ 27-4-2004, ΤοΣ 2007,509) το Δικαστήριο έκρινε ότι η καταδίκη δημοσιογράφων σε καταβολή αποζημίωσης σε εισαγγελικό λειτουργό λόγω ηθικής βλάβης, εξαιτίας ανακριβούς δημοσιεύματος, προσέβαλε την ελευθερία έκφρασης, καταλήγοντας ότι το συμφέρον του εισαγγελέα να προστατεύσει την τιμή και την υπόληψή του δεν υπερισχύει του συμφέροντος του κοινού για πληροφόρηση. Σε στάθμιση υπέρ της ελευθερίας του Τύπου κατέληξε το ΕΔΔΑ και σε πολλές άλλες υποθέσεις (De Haes and Gijsels κατά Βελγίου, της 24-2-1997, Kobenter and Standard Verlags GMBH κατά Αυστρίας, της 2-11-2006) που αφορούσαν κριτική σε βάρος Δικαστών από τον Τύπο. Τελευταία το ΕΔΔΑ έκρινε την υπόθεση Tolmachev κατά Ρωσίας της 2-6-2020. Ο προσφεύγων δημοσιογράφος έγραψε για μία Δικαστή ότι «έχει ντροπιάσει τον εαυτό της σε ολόκληρη τη χώρα και είμαι πεπεισμένος ότι άτομα όπως ο κ…. η κα … δεν πρέπει να έχουν δικαστικές εξουσίες. Τις χρησιμοποιούν για το προσωπικό τους όφελος και αποτελούν ντροπή για τη ρωσική δικαστική εξουσία». Για άλλη Δικαστή έγραψε «Η εμπειρία της πρώην δικαστίνας του Επαρχιακού Δικαστηρίου L., η κα. A., που εντοπίστηκε να δωροδοκείται, αποτελεί καθιερωμένη πρακτική μεταξύ των δικαστών εδώ και πολύ καιρό …». Μετά από άσκηση αγωγών εναντίον του υποχρεώθηκε με δικαστικές αποφάσεις να καταβάλει σημαντικά ποσά αποζημίωσης λόγω των άρθρων του. Διαμαρτυρόμενος για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης, κατήγγειλε ότι στερήθηκε το δικαίωμα του να ξεσκεπάσει τη δικαστική διαφθορά. Κατά το Στρασβούργο η λειτουργία του συστήματος δικαιοσύνης εμπίπτει στο δημόσιο συμφέρον. Το ΕΔΔΑ υπενθύμισε ότι η προστασία του δικαστή από κάθε κριτική του Τύπου δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ως μέτρο που προάγει το κράτος δικαίου και έκρινε πως υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ (ελευθερία έκφρασης).
Το ελληνικό Σύνταγμα από μόνο του δεν θα μπορούσε να βάλει όρια στην κριτική. Ούτε φυσικά αυτά μπορούν να τεθούν από τους δέκτες της κριτικής, τους κρατικούς λειτουργούς. Οφείλουμε ωστόσο να αναγνωρίσουμε πως η φύση των λειτουργιών και το είδος της απασχόλησης καθορίζουν μια μικρότερη ή μεγαλύτερη αντοχή στην κριτική. Τα μέλη της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας φέρουν το βάρος της μεγαλύτερης ανεκτικότητας. Οι δικαστικοί λειτουργοί, λιγότερο συνηθισμένοι στη δημόσια προβολή, μακριά από κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις, θέτουν πιο κλειστές γραμμές. Κι’ εδώ ωστόσο υπάρχουν διαφοροποιήσεις καθώς τα μέλη των Δικαστικών Ενώσεων περισσότερο εκτεθειμένα στον δημόσιο διάλογο και την αντιπαράθεση οφείλουν να δείχνουν μεγαλύτερη ανεκτικότητα. Σε κάθε περίπτωση πάντως οι δικαστικοί λειτουργοί ως φορείς δημόσιας εξουσίας οφείλουν να ανέχονται την κριτική, ακόμα και την πιο επιθετική και κακόβουλη. Ένα σημείο σοβαρής παρερμηνείας, που πολλές φορές γίνεται ασυνείδητα, είναι ο αδικαιολόγητος περιορισμός των ορίων της θεμιτής κριτικής μόνο στο επίπεδο που αυτή γίνεται γενικά και αφηρημένα (πχ προς το θεσμό της Δικαιοσύνης), θεωρώντας κάθε άλλου είδους κριτική σε ατομικό επίπεδο ως «ανοίκεια επίθεση» και «προσωπική στοχοποίηση».
Και ποιος είναι ο ρόλος των Δικαστικών Ενώσεων; Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων μέχρι και το έτος 2016 ήταν ανύπαρκτη στον τομέα αυτό. Θεωρούσε προφανώς ότι δεν εμπίπτει στα καθήκοντά της η στήριξη συναδέλφων από κριτική που δέχονταν κατά καιρούς. Η στάση της Ένωσης άλλαξε ριζικά από το Μάϊο του 2016. Εκδόθηκαν από τότε πάνω από 20 ανακοινώσεις ως απάντηση σε άδικες κριτικές από Μέσα Ενημέρωσης, Δικηγορικούς Συλλόγους, πολιτικούς, επιχειρηματίες και άλλες συνδικαλιστικές οργανώσεις. Οι Δικαστικές Ενώσεις δεν μπορούν να απαγορεύσουν το αυτονόητο συνταγματικό δικαίωμα της κριτικής, ακόμα και της άδικης. Απειλές για άσκηση ποινικών ή πειθαρχικών διώξεων σε όσους καταφέρονται κατά συναδέλφων, βρίσκονται μακριά από τις αντιλήψεις μας για τον τρόπο λειτουργίας ενός συλλογικού οργάνου, που θεωρεί την αντίθετη άποψη οξυγόνο της δημοκρατίας. Μπορούν ωστόσο και δικαιούνται οι Ενώσεις να ασκούν κριτική στους επικριτές μας. Θεωρώ ότι θα συμφωνούσε ο καθένας στην εκτίμηση πως οι ανακοινώσεις μιας Δικαστικής Ένωσης δεν μπορούν να εκδίδονται αδιάκριτα σε κάθε περίπτωση που ασκείται κριτική σε συνάδελφο. Η υιοθέτηση μιας τυφλής συντεχνιακής λογικής θα ανέκοπτε κάθε προσπάθεια προσέγγισης της κοινωνίας και θα ακύρωνε τον εξωστρεφή προσανατολισμό των τελευταίων ετών. Η κρίση εμπιστοσύνης στους θεσμούς είναι πολλές φορές απότοκος του απομονωτισμού και της εσωστρέφειας των φορέων τους. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που πρέπει να σταθμίζονται στη λήψη μιας απόφασης κάλυψης συναδέλφων από αθέμιτη κριτική, όπως η διαφύλαξη του κύρους και της αξιοπιστίας της Ένωσης, ως συλλογικού οργάνου που εκπροσωπεί τη μεγάλη πλειοψηφία του Δικαστικού Σώματος και η προστασία της από λαθεμένες επιλογές. Υπήρχαν τέσσερις περιπτώσεις τα τελευταία χρόνια που η Ένωση επέλεξε να μην τοποθετηθεί, παρά το γεγονός πως υπήρχε αντίθετο αίτημα από ορισμένα μέλη μας. Πιστεύω ότι η εξέλιξη των γεγονότων δικαίωσε τις επιλογές μας και διέσωσε τη συλλογική αξιοπιστία. Σε κάθε περίπτωση και η απόφαση μιας Δικαστικής Ένωσης να σιωπήσει ή να τοποθετηθεί σε ένα ζήτημα που έχει δημόσιο ενδιαφέρον υπόκειται σε κριτική, ακόμα και κακόβουλη! »
ΑΝΑΡΤΗΘΗΚΕ 26-10-2020 από directNEWS.gr