«Η πανδημία αποτελεί αυτή τη στιγμή τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την ανθρωπότητα. Οι περιορισμοί συνεπώς των δικαιωμάτων είναι σε ένα βαθμό θεμιτοί εφόσον είναι αιτιολογημένοι. Δεν μπορούν ωστόσο τα Κράτη να φτάνουν μέχρι το σημείο της πλήρους αναστολής ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στην λεπτή αυτή ισορροπία. Οι παρεμβάσεις του συλλογικού μας οργάνου πρέπει να αποσκοπούν στη διαφύλαξη αυτής της ισορροπίας»
Τα παραπάνω αναφέρει ο πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Χριστόφορος Σεβαστίδης. σε άρθρο - παρέμβαση για τον επιστημονικό ρόλο των δικαστικών Ενώσεων.
Αφορμή για το άρθρο του κ. Σεβαστίδη στάθηκαν οι διάφορες αιτιάσεις για την πρόσφατη στάση της ΕνΔΕ απέναντι στην απόφαση απαγόρευσης συναθροίσεων κατά τον εορτασμό του Πολυτεχνείου.
Αναλυυτικότερα το άρθρο - παρέμβαση του κ. Σεβαστίδη αναφέρει τα εξής:
«Θεώρησα πιο συνετό να κάνω την παρέμβαση αυτή κρατώντας χρονικά μια απόσταση από το γεγονός που μου έδωσε την αφορμή ώστε να είναι η κρίση μου περισσότερο αντικειμενική και ψύχραιμη και να έχουν κατασταλάξει οι απόψεις στο νομικό κόσμο.
Στους καταστατικούς σκοπούς της Ένωσης περιλαμβάνεται και η προαγωγή της Νομικής Επιστήμης. Η διατύπωση επομένως νομικών απόψεων στη βάση του ορθολογισμού και της επιστήμης. Το δικαίωμα αυτό της Ένωσης μετατρέπεται σε επιβεβλημένο καθήκον κάθε φορά που διαπιστώνουμε να πλήττεται στον πυρήνα του ένα θεμελιώδες συνταγματικό δικαίωμα, όταν παραβιάζεται από την Διοίκηση μια διάταξη του Συντάγματος. Κάθε προσβολή του Θεμελιώδους Νόμου αξιολογείται ως πληγή στη Δημοκρατία. Το ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματος στην παρ.2 ορίζει ότι «ο σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό και η αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων». Με πόση μεγαλύτερη ένταση απευθύνεται άραγε ο Συνταγματικός Νομοθέτης στους Δικαστικούς Λειτουργούς; Η έκφραση μιας δικαιοδοτικής κρίσης από τα αρμόδια Δικαστήρια δεν λειτουργεί συγκρουσιακά ούτε αποκλείει το δικαίωμα μιας επιστημονικής ένωσης να εκφράζει τις θέσεις της είτε με ανακοινώσεις είτε σε συνέδρια είτε με αρθρογραφία. Τις περισσότερες φορές υποθέσεις παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων από την κρατική εξουσία δεν φτάνουν στις αίθουσες των δικαστηρίων. Θα έπρεπε σε αυτές τις περιπτώσεις να εθελοτυφλούμε και να αρνούμαστε να τοποθετηθούμε;
Η Ένωση μας τα τελευταία χρόνια, μετά το 2016, έδειξε ξεκάθαρα ότι δεν διστάζει να διατυπώνει τις επιστημονικές της θέσεις και να αναλαμβάνει το κόστος αυτής της επιλογής. Την περίοδο 2016-2019 εκδώσαμε πολλές ανακοινώσεις υπέρ της αντισυνταγματικότητας μιας σειράς Νομοθετημάτων. Θυμίζω τους νόμους για το πόθεν έσχες , για τις τηλεοπτικές άδειες, την υποχρεωτική ιδιωτική διαμεσολάβηση, την απόπειρα μετατροπής των Ειρηνοδικών σε άμισθους Υποθηκοφύλακες. Η τότε Κυβέρνηση μας είχε χαρακτηρίσει Γραφείο Τύπου της Αντιπολίτευσης. Τα ίδια φαινόμενα αντιμετωπίζουμε και σήμερα. Ακατάπαυστη κριτική από την Κυβέρνηση και άμεση αμφισβήτηση του επιστημονικού μας ρόλου, αήθεις επιθέσεις δημοσιογράφων, επικρίσεις ορισμένων πανεπιστημιακών, που θα είχαν αξία αν μας έπειθαν με νομικά επιχειρήματα και όχι ως νομικές αυθεντίες. Είναι γνωστή η μόνιμη δυσανεξία της εκτελεστικής εξουσίας στην κριτική ακόμα και αν αυτή γίνεται αποκλειστικά με κριτήρια επιστημονικά. Την κριτική αυτή όπως και τις συκοφαντίες, τις διαστρεβλώσεις τα χοντροκομμένα ψέματα, πρέπει να τα αντιλαμβανόμαστε σαν το αναγκαίο τίμημα για να διατηρήσουμε το δικαίωμα του λόγου. Από το δικαίωμα αυτό το σημερινό προεδρείο της Ένωσης δεν θα παραιτηθεί, ούτε από φόβο θα επιλέξει τον ασφαλή δρόμο της σιωπής και της αποστασιοποίησης. Η στάση μας αυτή είναι συνειδητή και διαχρονική ανεξάρτητα από τις εναλλαγές των πολιτικών κομμάτων στην εξουσία. Οι πολιτικές εξελίξεις που πολλές φορές πυροδοτούνται μετά από κάποια ανακοίνωση μας η οποία στηρίζεται αποκλειστικά σε επιστημονικά επιχειρήματα, είναι πέρα από τους σκοπούς και τις επιδιώξεις μας και για αυτό πρέπει να μας αφήνουν αδιάφορους.
Και λίγα λόγια για την τελευταία ανακοίνωση της Ένωσης: Η Ένωση εξέφρασε την άποψη της σε ένα συγκεκριμένο ζήτημα. Στο κατά πόσο η απόφαση του Αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ. να απαγορεύσει τις συναθροίσεις με τρόπο γενικό και απόλυτο σε όλη την Επικράτεια συνιστά αναστολή του δικαιώματος της συνάθροισης . Η νομολογία του ΣτΕ και η νομική θεωρία δεν έχουν εξαιρέσεις. Ο περιορισμός του δικαιώματος της συνάθροισης είναι θεμιτός μόνο όταν είναι αιτιολογημένος, αφορά λόγους δημόσιας ασφάλειας και η απόφαση της Αστυνομικής Αρχής προσδιορίζει με ακρίβεια τον τόπο και τον χρόνο της συγκεκριμένης συνάθροισης που απαγορεύει. Μια γενική απαγόρευση χωρίς άλλη εξειδίκευση συνιστά αναστολή της συνταγματικής διάταξης και τέτοια αναστολή είναι νοητή μόνο στην κατάσταση πολιορκίας του άρθρου 48 του Συντάγματος και μετά από απόφαση της Βουλής. Το συμπέρασμα του συλλογισμού είναι προφανές. Η βαθιά ανησυχία που εξέφρασε η Διεθνής Αμνηστία για την γενική απαγόρευση των συναθροίσεων από τις Ελληνικές Αρχές και το κάλεσμα για ανάκληση της απόφασης δείχνει το μέγεθος του προβλήματος. Η Διεθνής Αμνηστία θεωρεί ότι η γενική απαγόρευση είναι δυσανάλογη και παραβιάζει τις υποχρεώσεις της Ελλάδας βάσει του διεθνούς δικαίου για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Η Ένωση δεν έλαβε καμία θέση – ούτε δικαιούται να το κάνει – για την αναγκαιότητα η μη των συναθροίσεων στην επέτειο του Πολυτεχνείου. Ήταν καθαρά πολιτικό ζήτημα και αφορούσε αποκλειστικά τα πολιτικά κόμματα και τους φορείς. Η πανδημία αποτελεί αυτή τη στιγμή τον μεγαλύτερο κίνδυνο για την ανθρωπότητα. Οι περιορισμοί συνεπώς των δικαιωμάτων είναι σε ένα βαθμό θεμιτοί εφόσον είναι αιτιολογημένοι. Δεν μπορούν ωστόσο τα Κράτη να φτάνουν μέχρι το σημείο της πλήρους αναστολής ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στην λεπτή αυτή ισορροπία. Οι παρεμβάσεις του συλλογικού μας οργάνου πρέπει να αποσκοπούν στη διαφύλαξη αυτής της ισορροπίας».
ΑΝΑΡΤΗΘΗΚΕ 21-11-2020 από directNEWS.gr