Ο δήμαρχος Αθηναίων, Γιώργος Καμίνης και ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, Δημήτρης Βερβεσός, επισήμαναν τα «κακώς κείμενα» στον χώρο της Δικαιοσύνης κατά τη διάρκεια της εκδηλωσης των εννέα δικαστικών ενώσεων που πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη στην Παλαιά Βουλή με αφορμή τον εορτασμό του προστάτη δου δικαστικού σώματος, Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης, Μιχάλης Καλογήρου, ανέφερε ότι στις προτεραιότητες του υπουργείου είναι η αναμόρφωση του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, η «δίκη χωρίς χαρτί» και η απονομή του Δικαίου σε καλύτερες συνθήκες με κανόνες ισότητας και ισονομίας.
Από την πλευρά του ο πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, Χριστόφορος Σεβαστίδης, τόνισε ότι στις ταραγμένες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές περιόδους, οι αντοχές του συστήματος, δοκιμάζονται και μαζί οι αρετές της Δικαιοσύνης.
Μιχάλης Καλογήρου
Κατά το σύντομο χαιρετισμό του ο υπουργός Δικαιοσύνης, Μιχάλης Καλογήρου, επισήμανε ότι στις προτεραιότητες του υπουργείου είναι η αναμόρφωση του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ύστερα από διάλογο με τους δικαστές και δικηγόρους. Σε έναν όμως διάλογο όχι επιπέδου συντεχνίας, προσέθεσε με νόημα ο υπουργός Δικαιοσύνης,
Ο κ. Καλογήρου, παράλληλα, επισήμανε ότι επισπεύδονται οι διαδικασίες για την πρόσληψη δικαστικών υπαλλήλων, ενώ συνεχίζοντας ανέφερε ότι στις προτεραιότητες του υπουργείου Δικαιοσύνης είναι η επόμενη ημέρα για την Δικαιοσύνη να είναι σε καλύτερες συνθήκες με κανόνες ισότητας και ισονομίας και με προέχοντα λόγο στην προστασία των ασθενέστερων πολιτών.
Ακόμη, ανέφερε ότι «δίκη χωρίς χαρτί», είναι μια ακόμη από τις προτεραιότητες του υπουργείου Δικαιοσύνης, δηλαδή ολοκληρωτικό πέρασμα της κατάθεσης όλων των ενδίκων μέσων και δικογράφων ηλεκτρονικά.
Χριστόφορος Σεβαστίδης
Στην εισήγησή του, κατά την έναρξη της εκδήλωσης, ο πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Χριστόφορος Σεβαστίδης, υπογράμμισε ότι είναι «οξύμωρο να μιλάμε για την ιδέα της Δικαιοσύνης όταν στις μέρες κυριαρχεί ανισότητα και αδικία» και συμπλήρωσε: «Κανείς δικαστής ή εισαγγελέας δεν κοιμάται ήσυχος όσο βλέπει τις κοινωνικές αδικίες να εντείνονται, όσο αντιλαμβάνεται ότι η Δικαιοσύνη που υπηρετεί σαν θεσμός δεν ταυτίζεται με την Δικαιοσύνη στην ιδεατή της μορφή».
«Το αίτημα για δικαιοσύνη ανεξάρτητη, ακηδεμόνευτη, έντιμη, προβάλλει πάντα ως αίτημα διαχρονικό και πανανθρώπινο. Στις ταραγμένες κοινωνικές , πολιτικές και οικονομικές περιόδους, οι αντοχές του συστήματος, δοκιμάζονται και μαζί οι αρετές της Δικαιοσύνης. Κάποιες φορές η Δικαιοσύνη στέκεται όρθια και αντιστέκεται στις πιέσεις , με πρωταγωνιστές δικαστές και εισαγγελείς, που πιστοί στο καθήκον τους, παραμερίζουν το προσωπικό κόστος και υφίστανται τις συνέπειες για έντιμης στάσης. Οι δικαστές αυτοί γίνονται σύμβολα και μένουν πρότυπα για τις νεότερες γενιές των συναδέλφων τους», κατέληξε ο πρόεδρος της ΕΔΕ.
Δημήτρης Βερβεσός
Στο σύντομο χαιρετισμό του ο πρόεδρος του Δ.Σ.Α, Δημήτρης Βερβεσός αναφέρθηκε στις έμμεσες και μη κυβερνητικές παρεμβάσεις στην Δικαιοσύνη, αλλά και στην άρνηση εφαρμογής των δικαστικών αποφάσεων από την Πολιτεία και επισήμανε την αναγκαιόττητα για θεσμικές εγγυήσεις που πρέπει να διαμορφωθούν για την αναβάθμιση της λειτουργίας της Δικαιοσύνης εν όψει της αναθεώρησης του Συντάγματος.
Αναλυτικότερα, ο πρόεδρος του Δ.Σ.Α, ανέφερε τα εξής:
«Το δίκαιο είναι -και πρέπει να είναι- η «τεχνική της πολιτικής ελευθερίας» κατά την προσφυά έκφραση του μεγάλου δασκάλου όλων μας, Αριστόβουλου Μάνεση. Λυδία λίθος της εγγυητικής λειτουργίας του δικαίου, που επιτρέπει να μετατραπεί από ένα ιδεαλιστικό optimum σε απτή πραγματικότητα ελευθερίας, είναι η ανεξάρτητη Δικαιοσύνη. Γι’ αυτό και οι Σβώλος – Βλάχος, ανήγαγαν την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης σε «πάγια βάση του πολιτεύματος».
Ο σημερινός χαιρετισμός δεν θέλω να έχει μόνον τυπικό – πανηγυρικό χαρακτήρα. Με δεδομένο ότι η συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση έχει ανοίξει μετά την κυβερνητική εξαγγελία ότι η αναθεωρητική διαδικασία θα ξεκινήσει από την παρούσα Βουλή, ο νομικός κόσμος της χώρας έχει χρέος να τοποθετηθεί υπεύθυνα και τολμηρά, ώστε να αναχθούν στο ανώτατο επίπεδο της ιεραρχίας των κανόνων δικαίου οι αναγκαίες θεσμικές εγγυήσεις για την αναβάθμιση της λειτουργίας της δικαιοσύνης. Ο γόνιμος διάλογος και η σύγκλιση απόψεων μεταξύ δικαστικού και δικηγορικού σώματος θα συμβάλουν, φρονώ, ώστε η νομική κοινότητα να αποκτήσει ισχυρό λόγο κατά την -αναμφισβήτητα, προεχόντως πολιτική- αναθεωρητική διαδικασία.
Η γενική μας στόχευση, πρέπει να είναι, νομίζω, διττή:
-αφ’ ενός η «αποπολιτικοποίηση» των σχέσεων της δικαστικής εξουσίας με τις άλλες δύο εξουσίες, οι οποίες πια συγκλίνουν στο πλαίσιο του ιδιότυπου επικρατούντος συστήματος «νομοθετούσας κυβέρνησης», και
-αφ’ ετέρου η πλήρης απεξάρτηση από πάσης φύσεως «εστίες εξουσίας» (κατά την προσφυά διατύπωση του Bettermann).
Η στόχευση αυτή πρέπει να αποτελεί κοινή συνισταμένη της δράσης όλων των θεσμικών παραγόντων της δημόσιας ζωής:
-Οι δικαστικοί λειτουργοί, έχουν χρέος να διαφυλάξουν το αυτεξούσιον της δικαστικής λειτουργίας, μακριά από κάθε είδους παρεμβάσεις και εξαρτήσεις. Μακριά από πολιτικά παίγνια, ή άλλες σκοπιμότητες. Τούτο απαιτεί κατ’ ανάγκη αυστηρή ουδετερότητα και αμεροληψία, αλλά και θωράκιση της δικανικής κρίσης, -κατά τη συνταγματική επιταγή- με πλήρη, επαρκή και πειστική αιτιολογία.
-Η πολιτική εξουσία έχει χρέος να θεσπίσει κατάλληλα θεσμικά αντικίνητρα, τα οποία θα αποτρέπουν τόσο τις περιπτώσεις αθέμιτης διασταύρωσης της δικαστικής με την πολιτική εξουσία όσο και τις πιθανές υπόνοιες για «συνάντηση» των δύο λειτουργιών.
-Οι δικηγόροι, συλλειτουργοί της δικαιοσύνης, έχουν χρέος την διαρκή επαγρύπνηση αλλά και την κινητοποίηση των κατάλληλων θεσμικών μηχανισμών για την υπεράσπιση των δικαιοκρατικών και δημοκρατικών αρχών και την διασφάλιση του δικαστικής ανεξαρτησίας και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης.
-Τα ΜΜΕ, τέλος, έχουν χρέος, στο πλαίσιο των χρηστών δημοσιογραφικών ηθών, να σέβονται τα δικαιώματα των κατηγορουμένων, τις εν εξελίξει δικαστικές διαδικασίες και την εξενεχθείσα δικαστική κρίση, και να υπηρετούν το καθήκον αντικειμενικής ενημέρωσης της κοινής γνώμης, χωρίς να καλλιεργούν συνθήκες, που απάδουν στον νομικό μας πολιτισμό.
Με αφετηρία τις σκέψεις αυτές, έρχομαι τώρα σε πιο εξειδικευμένες προτάσεις, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν βάση συνταγματικού διαλόγου.
1. Αποτελεί, νομίζω, κοινή πεποίθηση του νομικού κόσμου ότι η πολιτική ευχέρεια επιλογής της ηγεσίας της δικαιοσύνης από το υπουργικό συμβούλιο υπονομεύει εν τοις πράγμασιν το αυτεξούσιον της δικαστικής εξουσίας. Δεν θέλω να σας κουράσω με ειδικότερες προτάσεις επ’ αυτού. Έχουν ήδη διατυπωθεί πολλές και ενδιαφέρουσες. Το κρίσιμο όμως είναι η απομάκρυνση από το υφιστάμενο στρεβλό πρότυπο.
2. Η δυνατότητα διορισμού συνταξιούχων δικαστών, ή δικαστών που παραιτούνται, σε κρατικές θέσεις μπορεί να δημιουργήσει ενδεχομένως, πεδίο υστερόβουλων σκέψεων, ενόψει πιθανής μελλοντικής «αντιπαροχής». Όλοι γνωρίζουμε ότι υπάρχουν εξαίρετοι δικαστές που κόσμησαν και κοσμούν, ιδίως τις ανεξάρτητες αρχές, με το ήθος, τις γνώσεις και τη συσσσωρευμένη πείρα τους. Έχει έρθει όμως η ώρα να δημιουργηθούν τα κατάλληλα θεσμικά αντίβαρα προκειμένου να αποκλειστεί με κάθε τρόπο, οποιαδήποτε σκέψη μελλοντικής «τακτοποίησης».
Η παραπάνω πρόταση καθιστά ακόμη πιο επιτακτικό τον καθορισμό της μισθολογικής και ιδίως της συνταξιοδοτικής κατάστασης των δικαστικών λειτουργών σε συμφωνία με την σχετική συνταγματική επιταγή. Οι δικαστές πρέπει να διαβιούν αξιοπρεπώς, όπως επιβάλλεται για την διαφύλαξη της προσωπικής και λειτουργικής τους ανεξαρτησίας. Σε αυτές τις διεκδικήσεις των δικαστών το δικηγορικό σώμα ήταν και θα συνεχίσει να είναι αρωγός.
3. Πρέπει να καθιερωθεί συνταγματικά και κυρίως να επιδιωχθεί στην πράξη το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο του άρθρου 90 Συντ. να εξασφαλίζει τα ισχυρότερα δυνατά εχέγγυα αντικειμενικότητας. Έχουν νομίζω ωριμάσει οι συνθήκες, ώστε να προβλεφθεί ρητά στο Σύνταγμα ότι οι αποφάσεις για τις προαγωγές των δικαστικών λειτουργών θα στηρίζονται αφ’ ενός στην αξία, τα προσόντα, τις δεξιότητες και την ικανότητα χειρισμού των υποθέσεων και αφ’ ετέρου στην έκδοση αποφάσεων εντός εύλογου, σε συνάρτηση με τη δυσχέρεια των υποθέσεων, χρόνου. Η προαγωγή με μοναδικό κριτήριο την επετηρίδα μειώνει το κύρος της Δικαιοσύνης και δεν ποιεί τιμή στους πολλούς και άξιους δικαστικούς λειτουργούς.
Εξάλλου, είναι οξύμωρο να έχει παγιωθεί η νομολογία και να υπάρχει πλειάδα δικαστικών αποφάσεων για την εφαρμογή της αρχής της αξιοκρατίας, ήτοι της ανελίξεως των δημοσίων λειτουργών αλλά και των ιδιωτικών υπαλλήλων στις προαγωγικές τους κρίσεις, κατά τον λόγο της προσωπικής τους αξίας, και την ίδια στιγμή το νομολογιακό αυτό κεκτημένο να παροράται προκλητικά εντός των κόλπων της Δικαιοσύνης.
4. Για τους ίδιους λόγους χρειάζεται ριζική αναθεώρηση του τρόπου διεξαγωγής της επιθεώρησης, ώστε με συγκεκριμένα και μετρήσιμα μεγέθη να αξιολογείται η ορθότητα της δικανικής κρίσης, η ουσιαστική γνώση, η καλλιέργεια και το ήθος του δικαστικού λειτουργού, μέσω των οποίων και μόνο διασφαλίζεται εν τέλει η πραγματική ανεξαρτησία της γνώμης του. Η επιθεώρηση, όπως κάθε είδους αξιολόγηση, εκφυλίζεται όταν όλοι οι λειτουργοί χαρακτηρίζονται συλλήβδην «άριστοι», και ο έλεγχος στηρίζεται σε μικρό αριθμό αποφάσεων που οι ίδιοι επιλέγουν.
5. Έρχομαι τώρα στις ευθύνες του πολιτικού συστήματος. Οι πολιτικές σκοπιμότητες της νομοθετικής εξουσίας δεν μπορούν να ακυρώνουν δικαστικές αποφάσεις. Νομοθετικές παρεμβάσεις με φωτογραφικές διατάξεις, ενόσω είναι εκκρεμής μια υπόθεση στη Δικαιοσύνη – κυρίως μάλιστα σε τελευταίο βαθμό – συνιστούν κατά την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ παραβίαση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης. Ο συνταγματικός νομοθέτης, αφουγκραζόμενος τα κελεύσματα της διεθνούς και ευρωπαϊκής δικαιοταξίας οφείλει να λάβει ειδική προς τούτο μέριμνα.
Αντιστοίχως αποδοκιμαστέα είναι η εκτελεστική εξουσία, όταν αρνείται ανερυθρίαστα να εφαρμόσει στην πράξη τις δικαστικές αποφάσεις ή, πολύ περισσότερο, όταν ρητά δηλώνει ότι δεν θα τις εφαρμόσει.
Πέρα από αυτές τις μορφές ευθέως αντισυνταγματικής αμφισβήτησης της δικαστικής λειτουργίας, απάδει νομίζω στην διάκριση των εξουσιών και η συλλήβδην αμφισβήτηση του θεσμού της Δικαιοσύνης, επ’ ευκαιρία μεμονωμένων ανεπιθύμητων αποφάσεων. Επειδή τέτοιες πρακτικές είναι προσβλητικές για την Δικαιοσύνη, είναι επάναγκες να περιχαρακωθούν και θεσμικά οι εκατέρωθεν ρόλοι .
Θέλω, με την ευκαιρία της σημερινής ημέρας, να κλείσω με το ζήτημα του ρόλου του δικηγορικού σώματος στο δικαστικό οικοδόμημα. Η αναφορά είναι αναγκαία καθώς το δικηγορικό σώμα, κατά την θεσμική του λειτουργία, συγκροτεί βασικό και αναγκαίο πυλώνα του δικαστικού συστήματος. Τούτο ρητώς προβλέπει ο ίδιος ο νόμος (άρθρο 2 ΚωδΔικ): Οι δικηγόροι εκ του νόμου είναι συλλειτουργοί της δικαιοσύνης. Η θέση τους είναι θεμελιώδης, ισότιμη , ανεξάρτητη και αναγκαία για την απονομή της. Η διάταξη αυτή του Κώδικα Δικηγόρων δεν είναι ευχολόγιο. Είναι δεσμευτικός κανόνας δικαίου που πρέπει να γίνεται σεβαστός από όλους, και πρωτίστως από τους δικαστές. Αποτελεί λυδία λίθο για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, την κατίσχυση του κράτους δικαίου και την εμπέδωση σχέσεων αμοιβαίου σεβασμού μεταξύ δικαστών και δικηγόρων. Διότι σκοπός μας είναι, πάνω απ’ όλα, να χτίσουμε σχέσεις ειλικρίνειας. Οι επιδιώξεις μας για την ορθή και ταχεία απονομή της δικαιοσύνης είναι ομόρροπες. Πιστεύουμε στην άθροιση δυνάμεων και όχι στις διαιρέσεις. Για να το πετύχουμε οφείλουμε ασφαλώς να απομονώσουμε και να καταδικάσουμε τις καταχρηστικές συμπεριφορές από όπου και αν προέρχονται. Είτε πρόκειται για ανεπίτρεπτη ταύτιση των δικηγόρων με τους εντολείς τους από δικαστές, είτε για αντιδεοντολογικές συμπεριφορές έναντι δικαστικών λειτουργών.
Για τον λόγο αυτό, προτείναμε την θέσπιση Κώδικα Δεοντολογίας που θα διέπει τις σχέσεις δικαστών και δικηγόρων, στο πλαίσιο της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής για την τροποποίηση του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων. Έτσι, ο πειθαρχικός κολασμός των αξιόμεπτων συμπεριφορών, από όπου και αν προέρχονται, θα διενεργείται αποτελεσματικά από τα αρμόδια κατά νόμο όργανα, και θα περιφρουρείται το κύρος τόσο του δικαστικού, όσο και του δικηγορικού σώματος.
Το συμπέρασμα είναι νομίζω ευκρινές. Το αγαθό της Δικαιοσύνης υπηρετείται πρωτίστως μέσα από τον αμοιβαίο σεβασμό, την εποικοδομητική συνέργεια, και την έμπρακτη προσήλωση του δικηγορικού και δικαστικού σώματος στο ιδανικό που ταχθήκαμε να υπηρετούμε. Βεβαίως, το κοινό αυτό ιδανικό δεν προάγεται με την εμμονή σε αντιλήψεις που απάδουν στο νομικό μας πολιτισμό, όπως η διεξαγωγή δικών χωρίς συνήγορο (με επίκληση της άστοχης και αντισυνταγματικής νέας διάταξης του άρθρου 340 ΚΠΔ), ή η επιβολή ποινών τάξεως σε δικηγόρους κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους (όπως προσφάτως συνέβη κατ’ επανάληψη τόσο στο Εφετείο Αθηνών όσο και στο Εφετείο Θεσσαλονίκης).
Κλείνοντας και αναστοχαζόμενοι το μείζον ζήτημα της αποστολής της ανεξάρτητης δικαιοσύνης και της απονομής της στο όνομα του ελληνικού λαού και μόνον, υπείκουσα στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, θέλω να θυμίσω μια φράση του μεγάλου Αμερικανού θεωρητικού Αλεξάντερ Χάμιλτον στον Federalist 78 : «Η ελευθερία δεν έχει τίποτα να φοβηθεί από μόνη τη Δικαιοσύνη, άλλα έχει τα πάντα να φοβηθεί από την σύγχυσή της με οποιονδήποτε από τις άλλες δύο εξουσίες». Αυτός είναι ο ύπατος λόγος για τον οποίο το δικηγορικό σώμα, από κοινού με τους δικαστές, εργάζεται ακαταπόνητα για την κατίσχυση της δικαστικής ανεξαρτησίας.
Είναι εν τέλει και προπαντώς ζήτημα ελευθερίας!
Πριν σας αφήσω θέλω να μοιραστώ μαζί σας τους στίχους του αγαπημένου ποιητή, του Οδυσσέα Ελύτη:
«Μέσα στη θλίψη της απέραντης μετριότητας,
Που μας πνίγει από παντού, παρηγοριέμαι ότι κάπου,
Σε κάποιο καμαράκι, κάποιοι πεισματάρηδες
Αγωνίζονται να εξουδετερώσουν τη φθορά»
Αισθάνομαι βαθιά ψυχική ανάταση καθώς βλέπω ότι σήμερα, το ιερό τούτο μέρος, βρίθει από πεισματάρηδες που αγωνίζονται να εξουδετερώσουν τη φθορά. Τη φθορά των αρχών, των αξιών, της Δικαιοσύνης. Αυτή είναι η πραγματική ελπίδα του τόπου τούτου».
Γιώργος Καμίνης
Για απόπειρα χειραγώγησης της δικαστικής εξουσίας, καθώς και για χρησιμοποίηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας με σκοπό την αποδυνάμωση και χειραγώγηση της Δικαιοσύνης έκανε λόγο ο δήμαρχος Αθηναίων, Γιώργος Καμίνης.
Ο κ. Καμίνης. επίσης, έκανε ειδική αναφορά στην πρώην πρόεδρο του Αρείου Πάγου και νομική σύμβουλο του Μαξίμου Βασιλική Θάνου, τονίζοντας ότι στόχος των δημαγωγών ή λαϊκιστών είναι «κυρίως οι θεσμοί εκείνοι που εγγυώνται την πολιτική ελευθερία και διασφαλίζουν την ομαλή εναλλαγή των πολιτικών κομμάτων στην εξουσία και μεταξύ των θεσμών αυτών κυρίαρχη θέση κατέχει η ανεξάρτητη δικαστική εξουσία» και συνέχισε, λέγοντας: «Στις περιπτώσεις που χρησιμοποιείται η κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η αποδυνάμωση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης συντελείται κυρίως με νομοθετήματα που αλλοιώνουν τον τρόπο ανάδειξης των δικαστών ή τη σύνθεση των δικαστηρίων, με σκοπό να εξασφαλίσουν μια δικαστική εξουσία πειθήνια στα κελεύσματα των κυβερνώντων».
Συνεχίζοντας υπογράμμισε: «Ειδικά σε μια χώρα όπως η δική μας, όπου οι ηγεσίες των Ανωτάτων Δικαστηρίων επιλέγονται αποκλειστικά από την εκτελεστική εξουσία, τα μηνύματα που εκπέμπει η επιλογή ενός δικαστή που δεν συγκεντρώνει τα απαραίτητα υψηλά προσόντα και το ηθικό κύρος, αναπόφευκτα ερμηνεύονται στις κατώτερες βαθμίδες των δικαστών ως έμμεσες επιταγές συμμόρφωσης προς τις επιθυμίες της. Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε αυτό το απειλητικό νεύμα της εξουσίας να διαιωνίζεται τρόπο τινά. Φαίνεται πως δεν αρκεί πλέον να αναδεικνύουμε τους ευνοούμενους, αλλά μπορούμε στη συνέχεια να τους διορίζουμε και συμβούλους παρά τω Πρωθυπουργώ, προκειμένου πια να μην αιωρείται αμφιβολία καμία ότι ο μηχανισμός ποδηγέτησης των δικαστών παραμένει παρών και άγρυπνος, διαρκής αλλά και ενισχυμένος, αφού έχει πια επισήμως εγκατασταθεί και στην ανώτερη βαθμίδα της κυβέρνησης. Θέλω να έχετε ωστόσο υπόψη σας ότι απέναντι σε όσους απειλούν την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας δεν είστε μόνοι σας. Υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις στη χώρα που έχοντας διδαχτεί από τα πικρά μαθήματα του παρελθόντος, πρόσφατου και απώτερου, είναι αποφασισμένες να δώσουν σκληρή μάχη».
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εκδήλωση, της οποίας προηγήθηκε η τέλεση θείας λειτουργίας και δοξολογίας στον Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών, πραγματοποιήθηκε παρουσία, εκτός του πουργού Δικαιοσύνης, του δημάρχου Αθηναίων, Γιώργου Καμίνη και του προέδρου του ΔΣΑ, Δημήτρη Βερβεσού, των Ανωτάτων Δικαστικών Λειτουργών (Προέδρου και Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου),του Προέδρου του Περιφερειακού Συμβουλίου, Θεόδωρου Σχινά, εκπροσώπων των Δικαστικών Ενώσεων και δικαστικών λειτουργών, του Αντιπροέδρου του ΔΣΑ, Θεμιστοκλή Σοφού, της Ταμία του ΔΣΑ, Μαρινέττας Γούναρη-Χατζησαράντου, του συμβούλου, Γιώργου Κλεφτοδήμου, του Προέδρου του Πειθαρχικού Συμβουλίου του ΔΣΑ. Χαράλαμπου Αναλυτή, της Ιστορικής Χορωδίας του ΔΣΑ με το μαέστρο της, Δημήτριο Καρούζο και πλειάδας δικαστικών και δικηγόρων.
ΑΝΑΡΤΗΘΗΚΕ 3-10-2018 από directNEWS.gr