Logo

Απόφασεις «βόμβα» του ΣτΕ για τις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων - Παράνομος ο προσδιορισμός τους το 2018



 
 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας με σειρά αποφάσεών του ακύρωσε τις αντικειμενικές αξίες του 2018 σε 12 περιοχές της χώρας.

Συγκεκριμένα, οι αντικειμενικές αξίες ακυρώθηκαν στην περιοχή της Πλάκας,  στις Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄ και ΣΤ΄ Ζώνες του Δήμου Φιλοθέης-Ψυχικού, στην Ε΄ Ζώνη Εκάλης, στην Ζώνη της Λιλαίας του Δήμου Δελφών και στις Α΄ Ζώνη Αγίας Βαρβάρας και στην Α΄ Ζώνη Αετοφωλιάς Δήμου Τήνου.

Σύμφωνα με νομικούς κύκλους οι αποφάσεις του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου της χώρας δεν αφορούν μόνο τις 12 περιοχές  με τις οποίες ασχολήθηκε το ΣτΕ, αλλά ανοίγουν το δρόμο της δικαστικής αμφισβήτησης τόσο των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων σε όλη την Επικράτεια όσο και της επιβολής των σχετικών φορολογικών βαρών στους ιδιοκτήτες. 

Ειδικότερα, η μείζονα 7μελής σύνθεση του Β΄ Τμήματος του ΣτΕ με τις υπ΄ αριθμ. 1865-1870, 1872-1876 και 1879/2019 αποφάσεις της έκρινε παράνομο τον καθορισμό των τιμών κατά το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων που έγινε από το υπουργείο Οικονομικών το περασμένο έτος με την υπ’ αριθμ. ΠΟΛ. 1113/12.6.2018 απόφαση της υφυπουργού Οικονομικών, λόγω πλημμελειών κατά τη διαδικασία καθορισμού τους.

Με βάση τη δικαστική κρίση, το  υπουργείο υποχρεούται να επανακαθορίσει τις τιμές στις 12 αυτές περιοχές.

Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι εν λόγω αποφάσεις του δικαστηρίου δεν έχουν αναδρομική ισχύ αλλά  ισχύουν από την ημέρα δημοσίευσης τους.

Χαρακτηριστική για τη σημασία των αποφάσεων είναι η δήλωση του δικηγόρου των προσφευγόντων στο ΣτΕ, Νικόλαου Καραμέτου, ο οποίος είπε:

«Για πολλοστή φορά η φορολογική διοίκηση αποτυγχάνει να καθορίσει τις τιμές ζώνης των ακινήτων κατά τρόπο διαφανή, σαφή και μεθοδολογικά άρτιο, και επιβάλει φορολογικές υποχρεώσεις με βάση αυθαίρετα κριτήρια και διαδικασίες, χωρίς να τηρείται η βασική αρχή της επιβολής φορολογικών βαρών επί πραγματικών και όχι επί πλασματικών αξιών.

Σε εφαρμογή των αποφάσεων αυτών υποχρεούται το υπουργείο Οικονομικών να επανακαθορίσει τις τιμές ζώνης που ακυρώθηκαν και αφορούν σε 12 περιοχές της Ελλάδας, κατά τρόπο μεθοδολογικά άρτιο.

Ο λόγος της ακύρωσης όμως ανάγεται σε γενικότερο ζήτημα πλημμέλειας της επιλεγείσας διαδικασίας και παραβίασης των κριτηρίων που έχει κατά το παρελθόν καθορίσει το ΣτΕ για το νόμιμο καθορισμό των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων, καθιστώντας ουσιαστικά παράνομο τον καθορισμό τιμών για το σύνολο των ζωνών ανά την Ελλάδα.

Ως εκ τούτου, ανοίγει ο δρόμος για την δικαστική αμφισβήτηση των αξιών των ακινήτων και της επιβολής φορολογικών βαρών και για τις υπόλοιπες περιοχές της Επικράτειας».

Παραδοχές 

Οι σύμβουλοι Επικρατείας, λαμβάνοντας υπόψη το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο για τον καθορισμό των αντικειμενικών αξιών ακινήτων  τονίζουν,μεταξύ άλλων, ότι: 

*Ο προσδιορισμός των τιμών εκκίνησης πρέπει να διενεργείται με βάση ενιαία (για το σύνολο των περιοχών που έχουν ενταχθεί στο σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού), διαφανή, αρκούντως ορισμένη, πρόσφορη και επιστημονικά άρτια μεθοδολογία, ώστε να παρέχονται στους βαρυνόμενους επαρκή εχέγγυα ορθού καθορισμού της φορολογούμενης αξίας των ακινήτων τους και να τηρείται από τα αρμόδια όργανα της διοίκησης το ίσο μέτρο (γνωμοδοτικής και αποφασιστικής) κρίσης,

*Κατά την διαδικασία προσδιορισμού των τιμών εκκίνησης δεν αποκλείεται η ανάθεση καθηκόντων συλλογής, επεξεργασίας και εκτίμησης στοιχείων της αγοράς (όπως είναι για αγοραπωλησίες και μισθώσεις ακινήτων) σε ιδιώτες (φυσικά πρόσωπα ή Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου), τα οποία διαθέτουν αποδεδειγμένα τα αναγκαία προς τούτο προσόντα και την κατάλληλη εξειδίκευση και εμπειρογνωμοσύνη.

* Η οριζόμενη από τον κανονιστικό νομοθέτη μεθοδολογία πρέπει να είναι διαφανής, δηλαδή, αφενός, να είναι ευχερώς προσβάσιμη στους ενδιαφερόμενους και, αφετέρου, «ο τρόπος λειτουργίας της να γίνεται κατανοητός στους εφαρμοστές της, και παράλληλα να ορίζει κατά τρόπο αρκούντως ειδικό και σαφή όλα τα ουσιώδη στοιχεία της επιτέλεσης του αντίστοιχου έργου, ιδίως, δε, τα δεδομένα που πρέπει (ή/και είναι σκόπιμο) να συλλεγούν και να ληφθούν υπόψη, τον τρόπο ανάλυσης, επεξεργασίας και αξιολόγησής τους, τις συναφώς εφαρμοστέες προσεγγίσεις, μεθόδους και τεχνικές, τα κριτήρια επιλογής της προσφορότερης ή των προσφορότερων εξ αυτών».

Στη μεθοδολογία το πρόβλημα  

Μετά από αυτές τις παραδοχές που προκύπτουν από την ισχύουσα νομοθεσία το ΣτΕ  αναφερόμενο στις συγκεκριμένες περιοχές που το απασχόλησαν τονίζει ότι «ο υπολογισμός και ο προσδιορισμός των επίμαχων τιμών εκκίνησης των ακινήτων στις επίδικες ζώνες εχώρησε κατά τρόπο που δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πληροί την απαίτηση των οικείων εξουσιοδοτικών διατάξεων των νόμων 1249/1982 και 4509/2017 περί τήρησης αρκούντως ορισμένης, πρόσφορης και επιστημονικά άρτιας μεθοδολογίας».

Και αυτό γιατί: -Το Δημόσιο είχε παραλείψει να προβεί, με βάση την προσέγγιση των συγκριτικών πωλήσεων, στη συλλογή των δεδομένων της αγοράς ακινήτων, μέσω της δημιουργίας και τήρησης σχετικής βάσης δεδομένων (ανάλογης με εκείνη που υπάρχει για τις μισθώσεις ακινήτων), η δε ανάθεση στους πιστοποιημένους εκτιμητές της συγκέντρωσης των στοιχείων αυτών, έγινε χωρίς την πρόβλεψη και εφαρμογή επαρκών διαδικαστικών εγγυήσεων, κατάλληλων για τη διασφάλιση της πληρότητας και της ακρίβειας των οικείων πληροφοριακών δεδομένων. Σε περίπτωση κατά την οποία δεν υπάρχουν στοιχεία πωλήσεων (λ.χ. έγιναν πολύ λίγες αγοραπωλησίες, οι οποίες δεν παρέχουν επαρκές δείγμα), δεν αποκλείεται να λαμβάνονται υπόψη και τιμές από σχετικές προσφορές/αγγελίες πώλησης, κ.λπ.

- Εάν τα σχετικά αξιόπιστα στοιχεία συγκριτικών αγοραπωλησιών είναι ανύπαρκτα ή τόσο λίγα, μπορεί και είναι σκόπιμο (ή ακόμα και αναγκαίο) να λαμβάνονται υπόψη (και) σχετικά αποδεικτικά στοιχεία περί συγκριτικών μισθώσεων, δυνατότητα η οποία αποκλείστηκε από την εφαρμοσθείσα μεθοδολογία.

-Δεν προκύπτει ότι, για τη διαμόρφωση της εκτιμητικής μεθοδολογίας, η διοίκηση έλαβε προσηκόντως υπόψη την προσέγγιση του κόστους, μολονότι, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα πρότυπα, η προσέγγιση αυτή είναι η πλέον πρόσφορη για κατηγορίες ακινήτων σε ορισμένες περιοχές, ιδίως, λόγω έλλειψης κίνησης στην οικεία αγορά (και της συνακόλουθης έλλειψης επαρκών στοιχείων για αγοραπωλησίες ή/και μισθώσεις)».

ΑΝΑΡΤΗΘΗΚΕ 7-10-2019 από directNEWS.gr


Τελευταία Δικαστικά