Logo

Υπόθεση Ριχάρδου: «Δεν υφίσταται λαθρεμπόριο χρυσού» επαναλαμβάνει η ΑΑΔΕ - Στο δικαστικό συμβούλιο η δικογραφία



 
 

Η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) έδωσε για δεύτερη φορά σαφή απάντηση στις δικαστικές αρχές για τις πραγματικές διαστάσεις της υπόθεσης του ενεχυροδανειστή, Ριχάρδου Μυλωνά και των συγκατηγορουμένων του, οι οποίοι από τον Νοέμβριο του 2018 αντιμετωπίζουν βαριές κατηγορίες σχετικές με λαθρεμπορία χρυσού και πολύτιμων λίθων. 

Συγκεκριμένα, η ΑΑΔΕ, απαντώντας σε σχετική παραγγελία της ανακρίτριας που δόθηκε στο πλαίσιο συμπληρωματικής ανάκρισης  για την υπόθεση, επισημαίνει ότι «λαθρεμπόριο χρυσού δεν υφίσταται, φορολογικές παραβάσεις ίσως».

Μετά από αυτή την απάντηση κηρύχθηκε το πέρας και της συμπληρωματικής ανάκρισης που διήρκεσε ένα χρόνο και ολοκληρώθηκε χωρίς να κληθούν σε συμπληρωματική απολογία οι 62 κατηγορούμενοι της υπόθεσης οι οποίοι αναμένουν πλέον τη νέα κρίση του Δικαστικού Συμβουλίου. 

Η θέση του εισαγγελέα και η εντολή για συμπληρωματική ανάκριση

Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών της Αθήνας με βούλευμά του που είχε εκδοθεί στα τέλη του 2019 είχε διατάξει περαιτέρω ανάκριση για την υπόθεση, η οποία είχε αναγγελθεί, κατά την αποκάλυψή της πριν δύο χρόνια,  ως εξάρθρωση μεγάλου κυκλώματος λαθρεμπορείας χρυσού προς την Τουρκία. 

Το Δικαστικό Συμβούλιο, ειδικότερα, δεν είχε συνταχθεί με τη θέση του εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, ο οποίος είχε ταχθεί υπέρ της απαλλαγής όλων των κατηγορουμένων από το βασικό αδίκημα της λαθρεμπορίας χρυσού και κατ' επέκταση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της εγκληματικής οργάνωσης. Ο εισαγγελικός λειτουργός μετά την ολοκλήρωση της ανάκρισης επιχειρηματολογούσε υπέρ της απαλλαγής των κατηγορουμένων επικαλούμενος  έγγραφο της ΑΑΔΕ σύμφωνα με το οποίο  βάσει της τελωνειακής νομοθεσίας, δεν οφείλονταν δασμοί και φόροι για εξαγωγή χρυσού στην Τουρκία.

Αντιθέτως, το Δικαστικό Συμβούλιο  αξιολογώντας τα ίδια στοιχεία, εκτίμησε ότι  μπορεί να στοιχειοθετηθεί λαθρεμπόριο χρυσού και πολύτιμων λίθων και με το βούλευμά του διέταξε τη διεξαγωγή συμπληρωματικής ανάκρισης ώστε η ανακρίτρια να υπολογίσει ξεχωριστά για τον κάθε κατηγορούμενο την αξία των κατασχεθέντων και τον φόρο που τους αναλογεί και εν συνεχεία να συντάξει νέα κατηγορητήρια, με τα ακριβή ποσά της λαθρεμπορίας.

Έτσι, τον περασμένο Φεβρουάριο η ανακρίτρια έστειλε παραγγελία στη  Γενική Διεύθυνση Τελωνείων και τη Δ/νση Στρατηγικής Τελωνειακών Ελέγχων και Παραβιάσεων της ΑΑΔΕ «προκειμένου να διενεργηθεί πλήρης φορολογικός έλεγχος, με τη συνέργεια όπου απαιτείται, του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος και της Τράπεζας της Ελλάδος, για το σύνολο των κατασχεθέντων πολύτιμων αντικειμένων» και εν συνεχεία, να εκτιμηθούν επακριβώς οι φόροι που χάθηκαν για το ελληνικό Δημόσιο, όπως ο ΦΠΑ και ο ειδικός φόρος πολυτελείας.

ΑΑΔΕ: Να ερευνηθεί το ενδεχόμενο τέλεσης φορολογικών παραβάσεων

Με ένα έγγραφο τριών σελίδων η αρμόδια Διεύθυνση της ΑΑΔΕ απάντησε στην ανακρίτρια επαναλαμβάνοντας όσα είχε ήδη αναφέρει στις δικαστικές αρχές πριν δύο χρόνια μετά τις συλλήψεις του κ. Μυλωνά και των συγκατηγορουμένων του.

Η αρμόδια Διεύθυνση της ΑΑΔΕ επισημαίνει, δηλαδή, ότι δεν  υφίσταται το αδίκημα της λαθρεμπορίας και πως για την υπόθεση θα μπορούσε να ερευνηθεί μόνο το ενδεχόμενο φορολογικών παραβάσεων.

Η Διεύθυνση τονίζει αναλυτικά πως «η διακίνηση εμπορευμάτων στο εσωτερικό της χώρας, χωρίς φορολογικά παραστατικά, δεν στοιχειοθετεί λαθρεμπορία όπως αυτή ορίζεται από τον Εθνικό Τελωνειακό Κώδικα αλλά φορολογική παράβαση». Και επαναλαμβάνει πως για τον χρυσό και τους πολύτιμους λίθους κατ' αρχάς δεν οφείλονται δασμοί λόγω του τεκμηρίου του τελωνειακού χαρακτήρα τους ως ενωσιακών εμπορευμάτων και ότι ο κάτοχος τους δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι έχει εισαγάγει νόμιμα τον χρυσό.

«Δασμοί οφείλονται κατά την εισαγωγή εμπορευμάτων τρίτων χωρών» υπογραμμίζεται στο έγγραφο και σημειώνεται πως σε περίπτωση εξαγωγής χρυσού προς τρίτη χώρα «χωρίς την τήρηση των τελωνειακών διατυπώσεων, στοιχειοθετείται η απλή τελωνειακή παράβαση, η οποία δεν συνεπάγεται ποινική ευθύνη, βάσει της τελωνειακής νομοθεσίας αλλά συνιστά μόνο διοικητική παράβαση».

Μάλιστα, καταλήγει  αναφέροντας ότι «αντίθετα, πρέπει να διερευνηθεί το ενδεχόμενο τέλεσης φορολογικών παραβάσεων και ενδεχομένως συρρέουσας ποινικής ευθύνης βάσει της φορολογικής νομοθεσίας, αντικείμενο αρμοδιότητας της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης της ΑΑΔΕ».

Κατόπιν αυτών η δικογραφία εισάγεται και πάλι στο Δικαστικό Συμβούλιο, το οποίο θα αποφανθεί με βούλευμα για την παραπομπή ή μη των κατηγορουμένων, αφού προηγηθεί εισαγγελική πρόταση.

Τι λένε οι συνήγοροι υπεράσπισης

Σε δήλωσή του ο συνήγορος του Δ. Ριχάρδου, Πέτρος Πανταζής αναφέρει: 

"Σε συνέχεια της συμπληρωματικής ανάκρισης, που διέταξε το Δικαστικό Συμβούλιο Αθηνών, η ΑΑΔΕ επανέλαβε, προς την κα. Ανακρίτρια, αυτό ακριβώς που είχε από την αρχή επισημάνει: ότι η κατοχή χρυσού, εντός της Ελληνικής επικράτειας, όπως και η εξαγωγή αυτού, καθ΄ οιονδήποτε τρόπο , δεν συνιστά "λαθρεμπορία". Κατά συνέπεια, το Δημόσιο δεν είναι δυνατόν να απωλέσει δασμούς, τέλη και λοιπές τελωνειακές επιβαρύνσεις, όπως εσφαλμένα κατηγορήθηκε ο εντολέας μου. Με βάση και τα νεότερα έγγραφα της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, θεωρούμε ότι είναι , νομικά, μονόδρομος η απαλλακτική κρίση του Συμβουλίου".

 Ο συνήγορος υπεράσπισης βασικών κατηγορουμένων στην υπόθεση Μιχάλης Δημητρακόπουλος αναφέρει σε δήλωσή του:

"Το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών που διαπίστωσε λαθρεμπορία είναι προδήλως εσφαλμένο γιατί στηρίχθηκε σε μία απόφαση του Αρείου Πάγου, την 531/1992, που δεν έχει πλέον εφαρμογή διότι από το 2001 και μετά ισχύει ο ελληνικός τελωνειακός κώδικας και ο ενωσιακός τελωνειακός κώδικας  που κατήργησαν  τις διατάξεις  που εφάρμοσε η απόφαση του Αρείου Πάγου."

 

ΑΝΑΡΤΗΘΗΚΕ 29-9-2020 από directNEWS.gr


Τελευταία Δικαστικά