Το σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη για τη χρήση συστημάτων βιντεοπιτήρησης από δημόσιες αρχές σε δημόσιους χώρους καθιερώνει την καταγραφή «ύποπτων μελλοντικής τέλεσης εγκλημάτων».
Η πρόβλεψη αυτή ενέχει τον κίνδυνο να ενταχθεί σε αυτή την κατηγορία κάθε πολίτης µε βάση µια υποκειµενική και αδιευκρίνιστη πιθανολογική κρίση, όπως επισημαίνει η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων.
Το θέμα αυτό και άλλα ζητήματα που ανακύπτουν με το επίμαχο διάταγμα εντοπίζει η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων σε γνωμοδότησή της.
Η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, συγκεκριμένα, επισημαίνει ζητήματα συνταγματικότητας και νομιμότητας που ανακύπτουν με την εφαρμογή του εν λόγω προεδρικού διατάγματος, όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. 3/2020 γνωμοδότησή της.
Μέσα στις 46 σελίδες της γνωμοδότησής της, αφού αναλύει το ελληνικό και ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, λαμβάνοντας υπόψη της ιδίως τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καθώς και του Δικαστηρίου της Ε.Ε., προβαίνει σε σειρά παρατηρήσεων και, μεταξύ άλλων, επισημαίνει την ανάγκη τροποποίησης ορισμένων διατάξεων προκειμένου να είναι συμβατές με το εθνικό και ευρωπαϊκό δίκαιο προς διασφάλιση και προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των υποκειμένων των δεδομένων, δηλαδή των πολιτών.
Οι παρατηρήσεις της Αρχής καθιστούν αμφίβολη των εφαρμογή στην πράξη των ρυθμίσεων του προεδρικού διατάγματος. Μάλιστα η Αρχή ζητά «να υπάρξουν πρόσθετες διασφαλίσεις» για τους πολίτες, καθώς με το εν λόγω π.δ. προβλέπεται για πρώτη φορά και η χρήση μη σταθερών καμερών.
Η Αρχή χαρακτηριστικά αναφέρει, μεταξύ άλλων στη γνωμοδότησή της: «Η πρόβλεψη περί του επιτρεπτού της εστίασης (zoom) της εικόνας για τη διαπίστωση πράξεων που εµπίπτουν στους επιδιωκόµενους σκοπούς αφορά µια ειδικότερη και αυτοτελή κατηγορία υποκειµένων των δεδοµένων, καθώς τίθεται πλέον στο στόχαστρο συγκεκριµένο πρόσωπο, προκειµένου να διαπιστωθεί η τέλεση πράξεων που εµπίπτουν στους επιδιωκόµενους σκοπούς. Όταν η εστίαση και η στόχευση συγκεκριµένου προσώπου ή αντικειµένου (π.χ. οχήµατος) που δύναται να οδηγήσει σε ταυτοποίηση αποσκοπεί στη διακρίβωση εγκληµάτων, τότε η πράξη της επεξεργασίας δια της εστίασης της κάµερας φέρει χαρακτηριστικά ποινικοδικονοµικής ανακριτικής πράξης µε όσα συνεπάγεται σε επίπεδο εφαρµογής της οικείας νοµοθεσίας, περιλαµβανοµένων των απαιτούµενων σχετικών εγγυήσεων ελέγχου και επίβλεψης. Σε αυτό το πλαίσιο διαπιστώνεται η απουσία νοµοθετικής πρόβλεψης ορισµού ενός εκπροσώπου ανεξάρτητης και αµερόληπτης διοικητικής αρχής ή δικαστικού/εισαγγελικού λειτουργού που θα αποφασίζει εκ των προτέρων ή θα ελέγχει ή θα επιβλέπει την διαδικασία εστίασης καθώς και τις µεταγενέστερες εξαρτηµένες πράξεις επεξεργασίας (π.χ. επιλογής) του συναφούς υλικού (...) .. η παντελής απουσία κριτηρίων προσδιορισµού της έννοιας του «υπόπτου» ή των «δικαιολογηµένων υπονοιών» τέλεσης µελλοντικού εγκλήµατος στην εξεταζόµενη διάταξη αντιπαραβαλλόµενη προς τις περιπτώσεις π.χ. του Π.∆. 141/1991, δηµιουργεί τον κίνδυνο χαρακτηρισµού ως υπόπτου κάθε προσώπου που εισέρχεται στο πεδίο λήψης και καταγραφής των συστηµάτων επιτήρησης µε βάση µια υποκειµενική και αδιευκρίνιστη πιθανολογική κρίση της αρµόδιας δηµόσιας αρχής, η οποία καθιστά αδύνατο τον συναφή έλεγχο νοµιµότητας αυτής, περιλαµβανοµένης της αδυναµίας ελέγχου της τήρησης της αρχής της αναλογικότητάς».
Για τις μη σταθερές κάμερες η Αρχή τονίζει ότι «οι συνέπειες της λειτουργίας των οποίων είναι δυσχερέστερο να προσδιοριστούν σε σχέση µε τις σταθερές, η διενέργεια µελέτης εκτίµησης αντικτύπου αναφορικά µε τη λειτουργία τους οφείλει να διενεργείται όχι µόνο πριν τη λειτουργία τους, αλλά και πριν την προµήθειά τους, ώστε να είναι σύµφωνη µε τις αρχές της προστασίας των δεδοµένων από τον σχεδιασµό κι εξ ορισµού».
Επίσης, η Αρχή τονίζει ότι από το διάταγμα προκύπτει ότι « δηµιουργείται µια ακόµη κατηγορία υποκειµένων των δεδοµένων που αφορά τον ύποπτο µελλοντικής τέλεσης εγκληµάτων σε αντιδιαστολή προς την κατηγορία και την έννοια του υπόπτου της ποινικής δίκης υπό ευρεία έννοια που προϋποθέτει ήδη την ύπαρξη αξιόποινης πράξης».
Σχετικά την κατ’ ανώτατο χρονικό όριο διατήρηση επί δεκαετία των δεδοµένων του υπόπτου τέλεσης µελλοντικού εγκλήµατος θα πρέπει να επισηµανθεί, σημειώνει η Αρχή, ότι «ούτε η εν λόγω πρόβλεψη ανταποκρίνεται σε αντικειµενικά κριτήρια που να αποδεικνύουν την αναγκαιότητα χρονικής διατήρησης των δεδοµένων για τέτοια µεγάλη διάρκεια».
Διαβάστε όλη τη γνωμοδότηση
Εναλλακτικά διαβάστε εδώ
ΑΝΑΡΤΗΘΗΚΕ 30-6-2020 από directNEWS.gr