Αστυνομικοί του Καπιτωλίου -που δέχθηκαν επίθεση και ξυλοκοπήθηκαν κατά την εξέγερση στο αμερικανικό Κογκρέσο στις 6 Ιανουαρίου από εξτρεμιστές υποστηρικτές του Ντόναλντ Τραμπ- κατέθεσαν μήνυση την Πέμπτη 26 Αυγούστου, κατά του πρώην Ρεπουμπλικάνου προέδρου, του συμμάχου του Ρότζερ Στόουν και μελών ακροδεξιών εξτρεμιστικών ομάδων.
Για προγραμματισμένη εισβολή στο Καπιτώλιο τους κατηγόρησε το αστυνομικό σώμα του Καπιτωλίου , υποστηρίζοντας πως η εξέγερση είχε ως στόχο να αποτρέψει τη μη επικύρωση της νίκης του Τζο Μπάιντεν στις εκλογές του Νοεμβρίου του 2020.
«Ο Ντόναλντ Τράμπ συνεργάστηκε με εξτρεμιστικές και βίαιες ομάδες, υποστηρικτές της προεκλογικής εκστρατείας για να παραβιάσει τον νόμο των Κου Κλουξ Κλαν και να διαπράξει τρομοκρατικές ενέργειες, προσπαθώντας με αθέμιτα μέσα να παραμείνει στην εξουσία», αναγράφουν οι αστυνομικοί του Καπιτωλίου στην αγωγή που απηύθυναν στο ομοσπονδιακό δικαστήριο στην Ουάσινγκτον.
«Οι επανειλημμένες προσπάθειες του Τραμπ και των συνωμοτών του αποσκοπούσαν στην απόδειξη ότι η νίκη του Μπάιντεν είναι εκλογική απάτη και οδήγησαν πολλούς υποστηρικτές του, στην άσκηση εκφοβισμού, προκειμένου να διατηρήσει ο Τράμπ τη θέση του στο Καπιτώλιο, ακόμα και στο ενδεχόμενο ήττας», πρόσθεσαν.
«Λόγω των παράνομων ενεργειών των κατηγορουμένων, οι ενάγοντες δέχτηκαν βίαιη επίθεση, τους έφτυσαν, τους έριξαν δακρυγόνα, δέχτηκαν φυλετικούς χαρακτηρισμούς και απειλές για τη ζωή τους. Οι τραυματισμοί των εναγόντων, που προκάλεσαν οι κατηγορούμενοι, παραμένουν μέχρι σήμερα », συμπλήρωσαν.
Στη μήνυση κατονομάζεται ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τράμπ, ο βετεράνος του Ρεπουμπλικανικού κόμματος Ρότζερ Στόουν, και μέλη των ακροδεξιών ομάδων «Proud Boys» και «Oath Keepers», που συμμετείχαν στην επίθεση το Νοέμβριο του 2020.
Ο Ρότζερ Στόουν, σχετίζεται άμεσα με τον Άλεξ Τζόουνς, ιδρυτή ραδιοφωνικού σταθμού ,που διαδίδει θεωρίες συνωμοσίας, καθώς ήταν ένθερμοι υποστηρικτές και σύμμαχοι του Ντόναλντ Τραμπ, αλλά και είχαν συμμετάσχει τόσο στην εισβολή όσο και σε επεισόδια μία μέρα πριν, στις 5 Ιανουαρίου.
Η 6η Ιανουαρίου από τη σκοπιά των αστυνομικών του Καπιτωλίου
Οι αστυνομικοί που υπέβαλλαν στη μήνυση είναι στον αριθμό τους επτά: Κόνραντ Σμιθ, Ντάνυ Μακ Ελρόι, Μπάιρον Έβανς, αξιωματικός Λάτσον , Μελίσα Μάρσαλ, Μάικλ Φόρτσουν και Τζέισον Ντε Ρος και για πρώτη φορά μίλησαν χθες Πέμπτη, ανοιχτά για τη συνταρακτική εμπειρία τους στις 6 Ιανουαρίου του 2020.
Αναφέρουν χαρακτηριστικά στο έγγραφο: «Ένας επιτιθέμενος έσπρωξε τον αξιωματικό Λάτσον… Στη συνέχεια η ομάδα τους παραβίασε την αίθουσα της Γερουσίας, του άσκησε σωματική βία και λεκτική. Ο αστυνομικός Λάτσον υπέστη σωματικό τραυματισμό από το χτύπημα των ακροδεξιών και εκτέθηκε σε σπρέι πιπεριού, σπρέι αρκούδας, πυροσβεστήρες κ.λπ.».
Ένας άλλος αστυνομικός, ο Μάικλ Φόρτσουν, κατά την άφιξή του στο Καπιτώλιο, παρατήρησε ότι το κτίριο είχε μετατραπεί σε εμπόλεμη ζώνη. Μόλις εισήλθε στο κτίριο εισέπνευσε χημικά, ενώ δίπλα του υπήρχαν αναποδογυρισμένα τραπέζια ,σπασμένα αγάλματα και τζάμια, περιττώματα στους τοίχους και αρκετό αίμα.
Ο Ντε Ρος, ένας 18χρονος βετεράνος της αστυνομίας στο Καπιτώλιο και ένας βετεράνος του πολεμικού ναυτικού, δήλωσε ότι η αγωγή δεν αφορά σε χρηματικό διακανονισμό. Αντίθετα, έχει ως στόχο να λάμψει η αλήθεια και να αποδοθούν οι ευθύνες στους υπαιτίους.
Μια επιτροπή του Σώματος διεξάγει έρευνα προκειμένου να μάθει τι πραγματικά συνέβη εκείνη την ημέρα, στέλνοντας αιτήματα για έγγραφα από τις υπηρεσίες πληροφοριών, την επιβολή του νόμου και άλλες κυβερνητικές υπηρεσίες.
ΑΝΑΡΤΗΘΗΚΕ 27-8-2021 από directNEWS.gr πηγή: efsyn.gr