Logo

Χρ. Σεβαστίδης: Η «Προεπιλογή των υποψηφίων για την ηγεσία της Δικαιοσύνης να γίνεται από το Δικαστικό Σώμα»



 
 

Η προεπιλογή των υποψηφίων για την ηγεσία της Δικαιοσύνης πρέπει να γίνεται από το ίδιο το Δικαστικό Σώμα έτσι ώστε να μη δημιουργείται στους πολίτες η υπόνοια ότι οι επιλογές δεν γίνονται με κριτήριο την αξιοσύνη και τις ικανότητες.

Αυτό τόνισε ο πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Χριστόφορος Σεβαστίδης, στην ομιλία του στο Forum «Η Ελλάδα το 2040», αναφερόμενος στις παθογένειες της Δικαιοσύνης στη χώρα μας και στις προτάσεις της ΕνΔΕ.

Ολόκληρη η ομιλία του κ. Χρ. Σεβαστίδη έχει ως εξής:

«…Ευχαριστούμε ιδιαίτερα την Επιτροπή «Ελλάδα 2021» για την πρόσκληση που απηύθυνε στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων να συμμετέχει στο αποψινό Φόρουμ ως εκπρόσωπος των Δικαστικών Λειτουργών της χώρας. Το Δικαστικό Σώμα μαζί με όλους τους Έλληνες τιμά φέτος τα 200 χρόνια από την ίδρυση του νέου ελληνικού Κράτους. Μέσα στα χρόνια αυτά δόθηκαν αγώνες και έγιναν προσπάθειες για να μπορέσει ο τόπος μας να ορθοποδήσει και να περάσει γρήγορα το στάδιο της μετάβασης από μια αγροτική- φεουδαρχική οικονομία σε μία αναπτυγμένη αστική- βιομηχανική. Οι πολιτικές μεταβολές επηρέαζαν και τη λειτουργία της δικαστικής εξουσίας η οποία έπρεπε με ταχείς ρυθμούς να φτάσει σε ένα επίπεδο πλήρους ανεξαρτησίας και χειραφέτησης από τις κυβερνήσεις. Το ισχύον Σύνταγμα αν και προστατεύει πιο αποτελεσματικά τον θεσμό σε σύγκριση με τα προϊσχύσαντα, περιλαμβάνει ωστόσο διατάξεις που υπονομεύουν τη δικαστική ανεξαρτησία επιτρέποντας άμεσες ή έμμεσες επεμβάσεις στην λειτουργία της από την πολιτική εξουσία. Και καθώς η σημερινή θεματική είναι στραμμένη στο μέλλον θα επιχειρήσω σε σύντομες γραμμές να καταθέσω τις προτάσεις της Ένωσής μας για μια επαναφορά του θεσμού στη συνταγματική του αποστολή, που είναι η απονομή δικαιοσύνης προς όφελος του Λαού.

Στην τελευταία συνταγματική αναθεώρηση χάθηκε μια πολύ μεγάλη ευκαιρία. Κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση δεν άκουσαν το διαχρονικό αίτημα των Δικαστικών Ενώσεων να αλλάξει ο τρόπος επιλογής της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων ώστε να μην αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο της κάθε κυβέρνησης. Η διαδικασία που προβλέπεται σήμερα στο Σύνταγμα κλονίζει την εμπιστοσύνη των πολιτών στην αμεροληψία και στην αντικειμενική εκπλήρωση των καθηκόντων των επιλεγέντων προσώπων. Δημιουργείται στον Λαό η πεποίθηση ότι οι επιλογές δεν γίνονται με κριτήριο την αξιοσύνη και τις ικανότητες ακόμα κι’ αν τα πρόσωπα που έχουν επιλεγεί είναι τα καλύτερα. Τις ίδιες επισημάνσεις έχουν κάνει και ξένοι φορείς, όπως παράδειγμα η GRECO, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της Διαφθοράς στον τέταρτο κύκλο αξιολόγησης για την Ελλάδα το έτος 2015. Έχουν ωριμάσει πλέον οι συνθήκες και είναι αναγκαία η προεπιλογή ορισμένων υποψηφίων από το ίδιο το Δικαστικό Σώμα, που είναι σε θέση να γνωρίζει καλύτερα τις ικανότητες και τα προσόντα των συναδέλφων του ώστε η Βουλή στη συνέχεια προσδίδοντας λαϊκή νομιμοποίηση στη δικαστική εξουσία, να έχει και τον τελικό λόγο.

Η εμπιστοσύνη της κοινωνίας στη Δικαιοσύνη ενισχύεται και με αλλαγές σε επίπεδο απλού νομοθέτη. Η Ένωσή μας ζήτησε επανειλημμένα από τις Κυβερνήσεις τα τελευταία 6 χρόνια τον αυτοπεριορισμό του Δικαστικού Σώματος. Αιτηθήκαμε εμείς οι ίδιοι να απαγορευτεί στους συναδέλφους μας να καταλαμβάνουν θέσεις στον διοικητικό μηχανισμό για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δύο ετών από την αφυπηρέτησή τους. Η στελέχωση Ανεξάρτητων Αρχών και επιτροπών από συνταξιούχους Δικαστές και μάλιστα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα μετά την συνταξιοδότησή τους είναι εύλογο να δημιουργούν προβληματισμούς και να γεννούν δυσπιστία. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το γεγονός ότι ενώ οι ίδιοι οι δικαστικοί λειτουργοί ζητούν επιτακτικά την απαγόρευση τέτοιας πρακτικής αντίθετα οι Κυβερνήσεις επιμένουν να την διατηρούν. Να συντηρούν μια αμφίδρομη σχέση μεταξύ δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας υποσκάπτοντας πεισματικά και σταθερά την αξιοπιστία των συνταγματικών θεσμών και ενισχύοντας την κοινωνική απογοήτευση γι αυτόν τον αφύσικο εναγκαλισμό.

Πέρα από τις παρατηρήσεις μας στην ανάγκη αλλαγής του συνταγματικού και νομοθετικού πλαισίου θωράκισης της Δικαστικής Ανεξαρτησίας, τα τελευταία χρόνια αξιοποιήθηκαν από τις Κυβερνήσεις υπαρκτά και χρόνια προβλήματα που σχετίζονται ιδιαίτερα με την καθυστέρηση στην απονομή του δικαίου προκειμένου να εισαχθούν νέες μορφές ιδιωτικοποίησης του σκληρού πυρήνα του Κράτους. Παρά τις σφοδρές αντιρρήσεις της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων ψηφίστηκε ο ν. 4640/30-11-2019 ο οποίος καθιστά πλέον υποχρεωτικό στάδιο μιας δίκης την ιδιωτική διαμεσολάβηση, δηλαδή την υποχρέωση του πολίτη να προσφεύγει με αυξημένο κόστος στις υπηρεσίες ιδιωτικών εταιριών επίλυσης διαφορών. Πέρα από την έλλειψη των αναγκαίων προσόντων προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των ιδιωτών διαμεσολαβητών, την πιθανή άγνοια στοιχειωδών κανόνων της νομικής επιστήμης από τους διαμεσολαβητές και τον συνεπαγόμενο κλονισμό της εμπιστοσύνης των πολιτών στη Δικαιοσύνη, ο αληθινός σκοπός του παραπάνω νόμου εντοπίζεται ουσιαστικά στην ενίσχυση των ιδιωτικών επιχειρήσεων παροχής νομικών υπηρεσιών. Για τον παραπάνω προφανή λόγο δεν συζητήθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης η ολοκληρωμένη πρόταση της Ένωσής μας για ένα σύστημα δικαστικής μεσολάβησης που θα είναι δωρεάν για τους πολίτες και θα έχει την εγγύηση της αμεροληψίας των ισόβιων δικαστικών λειτουργών.

Ο ν. 4700/2020 έθεσε τη Δικαιοσύνη στην υπηρεσία πρωτίστως των επιχειρηματικών συμφερόντων επιτρέποντας την ίδρυση και λειτουργία ειδικών τμημάτων επενδυτικών διαφορών, που θα εκδικάζουν ταχύτατα υποθέσεις μεγάλου οικονομικού ενδιαφέροντος την ίδια στιγμή που βαλτώνουν οι δίκες των απλών πολιτών. Δημιουργήθηκε μία Δικαιοσύνη δύο ταχυτήτων και μια ειδική μεταχείριση στην απόλαυση ενός συνταγματικού δικαιώματος όπως η παροχή έννομης προστασίας. Η χρήση των νέων τεχνολογιών και η ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης εξυπηρετούν κυρίαρχα τις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Τούτο προκύπτει από τον ίδιο τον Ευρωπαϊκό Χάρτη Δεοντολογίας για την Τεχνητή Νοημοσύνη ο οποίος στην παράγραφο 3 ξεκαθαρίζει ότι «Η πρωτοβουλία για την ανάπτυξη αυτών των εργαλείων προέρχεται κατά κύριο λόγο από τον ιδιωτικό τομέα, του οποίου η πελατεία είναι κυρίως ασφαλιστικές εταιρίες, δικηγόροι και εταιρίες παροχής νομικών υπηρεσιών που επιθυμούν να μειώσουν τη νομική αβεβαιότητα και τη μη προβλεψιμότητα των δικαστικών αποφάσεων». Εισαγωγή με άλλα λόγια μιας μεθόδου «επιλογής δικαστή» σύμφωνα με τα συμφέροντα του πελάτη μιας εταιρίας ή ενός δικηγορικού γραφείου κατά παρέκκλιση της Συνταγματικής αρχής του «φυσικού δικαστή».

Στρατηγικός στόχος των ευρωπαϊκών κρατών είναι πλέον η αξιοποίηση της Δικαιοσύνης ως εργαλείου προσέλκυσης επενδύσεων και κεφαλαίων. Ήδη ο τότε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κ. Γιούνκερ σε μια ομιλία του για την κατάσταση της Ένωσης το 2016, η οποία εκφωνήθηκε ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 14 Σεπτεμβρίου 2016 σημείωσε ότι «τα αποτελεσματικά συστήματα δικαιοσύνης στηρίζουν την οικονομική ανάπτυξη και υπερασπίζονται τα θεμελιώδη δικαιώματα». Όμοια και η Επίτροπος Viviane Reding επισήμαινε ότι η ελκυστικότητα μιας χώρας ως τόπου πραγματοποίησης επενδύσεων και ανάπτυξης επιχειρηματικής δραστηριότητας ενισχύεται από την ύπαρξη ενός ανεξάρτητου και αποτελεσματικού συστήματος απονομής δικαιοσύνης.

Την ίδια στιγμή που προβάλλεται σε διεθνές επίπεδο ως κύρια αποστολή της Δικαιοσύνης η στήριξη των επιχειρήσεων, το ελληνικό Κράτος μειώνει σημαντικά την χρηματοδότηση σε Δικαστήρια- Εισαγγελίες και προωθεί συμπράξεις Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ). Από τα 914 εκ. το 2009 φτάσαμε σταδιακά στα 622 εκ. το 2017, ενώ στον προϋπολογισμό του 2019 για το Υπουργείο Δικαιοσύνης προβλέπονταν 657 εκ. ευρώ και εξακολουθούμε να παραμένουμε στα ίδια επίπεδα. Η Δικαιοσύνη έχει την ίδια τύχη με την Υγεία και την Παιδεία, τον φυσικό πλούτο της χώρας, με όλα τα κοινωνικά αγαθά. Αντιμετωπίζεται ως εμπόρευμα με τη λογική κόστους- οφέλους, υποβαθμίζεται συνειδητά, υποκαθίσταται στις λειτουργίες της από την ιδιωτική επιχειρηματικότητα. Οι προτάσεις επιτροπών σοφών και υψηλόβαθμων κυβερνητικών παραγόντων για κατάργηση περιφερειακών δικαστηρίων και μείωση του αριθμού των δικαστικών λειτουργών και υπαλλήλων, ο σχεδιασμός της ανάληψης της διοίκησης των Δικαστηρίων από τεχνοκράτες manager, υποτάσσονται στην παραπάνω αντίληψη. Οι κυβερνήσεις επιλέγουν να χρηματοδοτούν αδρά και να δίνουν φορολογικά κίνητρα σε ιδιωτικές επιχειρήσεις εγκαταλείποντας και απαξιώνοντας τις κρατικές δομές.

Ένας συνταγματικός θεσμός που διεκδικεί και διακηρύσσει την ανεξαρτησία και την αυτοτέλειά του από τους υπόλοιπους κρατικούς θεσμούς, που έχει αποκλειστική αποστολή την απονομή δικαίου με όρους ισότητας απέναντι σε όλους τους πολίτες, αυτοαναιρείται και αντιφάσκει όταν στρατεύεται με τα συμφέροντα μίας κοινωνικής τάξης και μεταπίπτει σε εργαλείο προώθησης των συμφερόντων της. Η οικονομική πολιτική μιας Χώρας, η προτεραιοποίηση των κοινωνικών αναγκών, η στήριξη του δημόσιου και κοινωνικού χαρακτήρα του Κράτους ή αντίστροφα η ιδιαίτερη μέριμνα για την προώθηση των ιδιωτικών επιχειρήσεων καθορίζεται από την δημοκρατικά εκλεγμένη Κυβέρνηση και υλοποιείται από τον διοικητικό μηχανισμό. Η Δικαιοσύνη οφείλει κατά το Σύνταγμα να παραμένει αμέτοχη και αποστασιοποιημένη από τέτοιες πολιτικές επιλογές που πολλές φορές είναι συγκυριακές και ευμετάβλητες. Τα επόμενα χρόνια θα ενταθεί αυτή η τάση εμπορευματοποίησης και ιδιωτικοποίησης δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών. Θα συνεχίσουμε να πορευόμαστε στην ίδια λανθασμένη κατεύθυνση. Το δόγμα της από-κρατικοποίησης των κρατικών θεσμών γίνεται ολοένα και πιο ισχυρό παρά την εννοιολογική αντίφαση που περιέχει.

Η δικαστική λειτουργία περιβάλλεται ακόμα από το ιδιαίτερο κύρος που της προσέδωσε η Γαλλική Επανάσταση και ο Διαφωτισμός, που αποτέλεσαν τη βάση της Επανάστασης του 1821. Ο 20ος αιώνας ωστόσο ενίσχυσε σε τέτοιον βαθμό την υπερτροφική εκτελεστική εξουσία σε βάρος των άλλων δύο ώστε η τριχοτόμηση των λειτουργιών όπως αποτυπώνεται στα περισσότερα Συντάγματα δεν αποτελεί παρά ένα φάντασμα της αρχικής πολιτικής σκέψης του μεγάλου Σταγειρίτη και μία απόδειξη ότι οι εξουσίες δεν μπορούν να συνυπάρχουν μεταξύ τους αρμονικά για μεγάλο χρονικό διάστημα αλλά εκδηλώνουν την τάση του ανταγωνισμού και της υποταγής στην ισχυρότερη. Η δικαστική λειτουργία, που αποκτά δημοκρατική νομιμοποίηση και σύνδεση με τη λαϊκή κυριαρχία μέσω της Βουλής και της Κυβέρνησης, βρίσκεται στην πιο ευάλωτη θέση. Για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια της και να επιτελέσει τον ελεγκτικό της ρόλο χρειάζεται ισχυρή θεσμική προστασία. Εκεί κατατείνουν οι προτάσεις της μελέτης που καταθέσαμε. Η πορεία ωστόσο των πραγμάτων μέχρι σήμερα δεν επιτρέπει σε κανέναν να αισιοδοξεί ότι η εκτελεστική εξουσία αντιλαμβάνεται τη θεσμική ενίσχυση της Δικαιοσύνης ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για την εδραίωση της Δημοκρατίας και όχι ως μια ασύμφορη παραχώρηση στον ανταγωνιστή και ελεγκτή της.

Η μελέτη την οποία καταθέσαμε στην Επιτροπή «Ελλάδα 2021» αποτελεί προϊόν συλλογικής δουλειάς μιας ομάδας αξιόλογων συναδέλφων που συγκροτήθηκε από το Δ.Σ. της Ένωσης και εργάστηκε επίμονα και μεθοδικά από τις αρχές του έτους. Με πρόεδρο της Επιτροπής την κ. Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών και μέλη την κ. Αικατερίνη Ντόκα, Χαράλαμπο Σεβαστίδη, Αικατερίνη Μάτση, Μιχάλη Τσέφα, Βασίλη Φαϊτά και Ακριβή Ερμίδου. Επιχειρήσαμε να καταπιαστούμε με αντικείμενα που έχουν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον είτε από άποψη σπουδαιότητας είτε διότι διαβλέπουμε ότι θα μας απασχολήσουν τα επόμενα χρόνια: με την σωφρονιστική πολιτική, τη δικαστική αστυνομία, την χρήση της τεχνητής νοημοσύνης και τους κινδύνους που αυτή συνεπάγεται, την ανάπτυξη της χρήσης νέων τεχνολογιών, τη θέση των Ειρηνοδικείων στο ελληνικό δικαστικό σύστημα, τα προβλήματα και τις προοπτικές στη Διοικητική Δικαιοσύνη. Θεωρήσαμε χρέος μας να εντοπίζουμε τα λάθη, να εξηγούμε και να αναδεικνύουμε τις αιτίες και τα κίνητρα, να δίνουμε τις σωστές κατευθύνσεις. Για τις ελλείψεις και τις αστοχίες στην ερμηνεία και την αντίληψη της σημερινής εποχής φαντάζομαι ότι θα έχουμε την κατανόηση των Ελλήνων του 2040».

ΑΝΑΡΤΗΘΗΚΕ 21-10-2021 από directNEWS.gr


Τελευταίες Ειδήσεις