Η έρευνα Συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα. Εμπειρίες και στάσεις γύρω από την αγορά εργασίας πραγματοποιείται το 2021 για δεύτερη συνεχή χρονιά από το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς και επιδιώκει να αποτελέσει ένα σταθερό σημείο αναφοράς, ως ένα ετήσιο παρατηρητήριο γύρω από τις εμπειρίες των εργαζόμενων στη χώρα μας, αλλά και τις απόψεις που οι εμπειρίες αυτές διαμορφώνουν πάνω σε επιμέρους τάσεις και προτάσεις πολιτικής στο πεδίο της εργασίας και των εργασιακών δικαιωμάτων.
Με την έννοια αυτή η ανά χείρας έρευνα λειτουργεί συμπληρωματικά προς και συνομιλώντας με τις επίσημες στατιστικές και τις μεγάλες σταθερές έρευνες εργατικού δυναμικού που πραγματοποιούνται από άλλους φορείς. Επιχειρώντας να αναδείξει τη συνθετότητα του πεδίου της εργασίας και την αλληλεπίδρασή του με όλες τις πτυχές της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής, αλλά και με την καθημερινότητα και την ποιότητα της προσωπικής ζωής των ανθρώπων, η συγκεκριμένη έρευνα, εκτός των κλασικών ερωτημάτων/δεικτών για τη με τη στενή έννοια αγορά εργασίας (είδος σχέσης εργασίας, νομικός χαρακτηρισμός της, εργάσιμος χρόνος, εργοδοτική συμμόρφωση προς τη νομοθεσία κ.λπ.), περιλαμβάνει κυρίως ερωτήσεις για την υποκειμενική πρόσληψη των συνθηκών εργασίας από τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες, την άποψή τους για τους μετασχηματισμούς που παρατηρούνται στην οργάνωση της εργασίας (ψηφιοποίηση, απορρύθμιση κ.λπ.) και τις πολιτικές που ασκούνται στο πεδίο αυτό, το ρόλο θεσμών του συλλογικού εργατικού δικαίου κ.ο.κ.
Το φετινό «κύμα» της έρευνας έρχεται σε μία περίοδο όπου η παρατεταμένη υγειονομική κρίση συναντά (ή και επιτείνει σε ορισμένες περιπτώσεις), άλλα κρισιακά φαινόμενα στους τομείς της οικονομίας, της ενέργειας κ.λπ. Ειδικά μάλιστα στη χώρα μας, οι δοκιμασίες των τελευταίων δύο ετών επικάθονται επί ενός ήδη βαθύτατα αποδιαρθρωμένου εργασιακού τοπίου, ως αποτέλεσμα της προηγούμενης οικονομικής κρίσης και μιας δεκαετίας στην οποία κυριάρχησαν πολιτικές λιτότητας και απορρύθμισης.
Η χρονιά που μεσολάβησε από το προηγούμενο πρώτο «κύμα» της έρευνας σημαδεύτηκε εξάλλου από εξελίξεις και σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο. Σε εθνικό επίπεδο, έχει αναληφθεί μία σειρά νομοθετικών και διοικητικών πρωτοβουλιών, είτε έκτακτης ισχύος λόγω της πανδημίας είτε δομικού χαρακτήρα. Κορυφαία ασφαλώς υπήρξε ο νόμος 4808/2021, ο οποίος εισήγαγε ρυθμίσεις για σειρά «νέων» ζητημάτων στο χώρο της εργασίας, αλλά ταυτόχρονα αποτέλεσε και αντικείμενο έντονης κριτικής και δημόσιας αντιπαράθεσης, ιδίως για τις ρυθμίσεις του που αφορούν την ελαστική διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου, τα συνδικαλιστικά δικαιώματα κ.ο.κ.1 Οι πρωτοβουλίες αυτές, που ακολουθούν τη λογική της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας και της κατάργησης ή περιστολής δικαιωμάτων και ιδίως της συλλογικής τους διεκδίκησης, επιδρούν όπως είναι λογικό καθοριστικά στους όρους με τους οποίους οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες καλούνται να παρέχουν την εργασία τους και στη διαπραγματευτική ισχύ τους.
Ένα άλλο ζήτημα που απασχόλησε – και εξακολουθεί να απασχολεί – τη δημόσια συζήτηση στη χώρα μας, πολύ περισσότερο όμως τις ίδιες τις εργαζόμενες και τους εργαζόμενους, είναι αυτό του επιπέδου των μισθών. Ιδιαίτερη δε σημασία έχει το ζήτημα του κατώτατου μισθού, που παραμένει επί της ουσίας καθηλωμένος μετά την τελευταία αύξησή του το 2019, αφού το επίπεδο του κατώτατου μισθού συμπαρασύρει εμμέσως συνολικά και τη διάρθρωση των υπόλοιπων αμοιβών. Είναι χαρακτηριστικό ότι «η Ελλάδα παραμένει από τις χώρες με το χαμηλότερο συγκριτικά κατώτατο μισθό, προηγούμενη μόνο χωρών της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων. Και μάλιστα, αυτή την αρχική αύξηση δεν επακολούθησε καμία μεταγενέστερη μετά την κυβερνητική αλλαγή, γεγονός που καθιστά την Ελλάδα εξαίρεση μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών που εφαρμόζουν το σύστημα του κατώτατου μισθού, με μοναδική άλλη εξαίρεση την Ουγγαρία».2 Δεν αποτελεί επομένως έκπληξη το γεγονός ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού αποτελεί αντικείμενο αντιπαράθεσης των πολιτικών δυνάμεων, με την κυβέρνηση να αποφασίζει αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% από 1/1/2022 (στα 663 ευρώ, έναντι 650 που είναι σήμερα) και την αξιωματική αντιπολίτευση να εξαγγέλλει την κατάθεση πρότασης νόμου για την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ. Εξάλλου, και το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ με βάση μελέτη του, κατέληξε στην πρόταση της αύξησης του κατώτατου μισθού σε 751 ευρώ για το 2021 και στη συνέχεια προσαρμογής του στο 60% του διάμεσου μισθού στη χώρα μας, δηλαδή βάσει των στοιχείων του ΟΟΣΑ, στα 809 ευρώ. Ανεξαρτήτως πάντως των διεκδικήσεων των εργαζομένων και των προτάσεων που έχουν κατατεθεί, ούτως ή άλλως οι πληθωριστικές τάσεις και η σημαντική αύξηση του κόστους ζωής που συνεπάγονται φαίνεται ότι θα οδηγήσουν – σύμφωνα με τις ανακοινώσεις του πρωθυπουργού – και την ίδια την κυβέρνηση σε νέα αύξηση του κατώτατου μισθού εντός του 2022, καθώς το 2% πρακτικά ακυρώνεται λόγω του πληθωρισμού.
Σε διεθνές επίπεδο, οι ταυτόχρονες κρίσεις λειτουργούν ως καταλύτες για την επιτάχυνση ευρύτερων μετασχηματισμών, με τη συζήτηση γύρω από τον ψηφιακό και τον πράσινο μετασχηματισμό της παραγωγής και της κατανάλωσης – και τις συνέπειές τους στο πεδίο της εργασίας – να κυριαρχεί. Ζητήματα όπως η τηλεργασία, η διάρρηξη της παραδοσιακής εργασιακής σχέσης με τη μεσολάβηση ψηφιακών πλατφορμών, η μείωση του εργάσιμου χρόνου, η δημιουργία «πράσινων» θέσεων εργασίας και η τύχη των «χαμένων» των εν εξελίξει μεταβάσεων, καθώς και άλλα συναφή θέματα αποτελούν πεδία σημαντικής κοινωνικής και πολιτικής αντιπαράθεσης. Πρόκειται εξάλλου για προκλήσεις που επιδρούν βαθιά στη διαμόρφωση και στο ρόλο των ίδιων των υποκειμένων στο πεδίο της εργασίας, ιδίως δε στις συλλογικές μορφές οργάνωσης και διεκδίκησης των εργαζομένων.
Ενόψει των παραπάνω, το φετινό δεύτερο «κύμα» της έρευνας Συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα. Εμπειρίες και στάσεις γύρω από την αγορά εργασίας εστιάζει εκτός των άλλων και στα ζητήματα της τηλεργασίας, του εργάσιμου χρόνου, των μισθών και του συνδικαλισμού, προσπαθώντας να ανιχνεύσει τάσεις και διαφοροποιήσεις. Κάποιες από τις παραπάνω θεματικές αποτέλεσαν αντικείμενο μελέτης και κατά το προηγούμενο (1ο) «κύμα» του 2020, επομένως και οι διαχρονικές μεταβολές και συγκρίσεις θα έχουν ένα πρόσθετο ενδιαφέρον.
Ολόκληρη η έρευνα: Συνθήκες εργασίας στην Ελλάδα: Εμπειρίες και στάσεις γύρω από την αγορά εργασίας. βρίσκεται διαθέσιμη εδώ:
Υπεύθυνη σχεδιασμού και ανάλυσης της έρευνας : Κατερίνα Τσατσαρώνη, οικονομολόγος, ερευνήτρια Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς και συντονίστρια της θεματικής «Εργασία – Κοινωνικό κράτος – Αλληλεγγύη»
ΑΝΑΡΤΗΘΗΚΕ 25-11-2021 από directNEWS.gr