Logo

Βασιλική Θάνου: «Η αλήθεια για τη μήνυση Βγενόπουλου και οι πολιτικοεπιχειρηματικές μηχανορραφίες»



 
 

Εξ αιτίας του σκοπίμως συνεχιζόμενου θορύβου και της ηθελημένης διαστρέβλωσης των γεγονότων, εκ μέρους συγκεκριμένων πολιτικών προσώπων και συστημικών μέσων ενημέρωσης, θεωρώ ότι δικαιούνται να γνωρίζουν περισσότερες λεπτομέρειες τόσο οι πολίτες γενικότερα , όσο και ο νομικός κόσμος ειδικότερα (Δικαστικοί Λειτουργοί και Δικηγόροι), οι οποίοι με τίμησαν πάντοτε με την εμπιστοσύνη τους και με την αναγνώρισή τους, σχετικά με το πως στήθηκε τότε (2016) από τον επιχειρηματία Βγενόπουλο η εις βάρος μου κατασκευασμένη συκοφαντία και γιατί ανασύρθηκε τώρα η κασέτα, για την οποία γίνεται τόσος θόρυβος.

Ευχαριστώ θερμά τους δεκάδες φίλους και συναδέλφους, καθώς και τους νέους φίλους που απέκτησα αυτές τις ημέρες, μετά τον πρόσφατο θορύβο και οι οποίοι επικοινωνούν μαζί μου, για να με στηρίξουν και να με βεβαιώσουν ότι πέφτουν στο κενό όλες οι προσπάθειες των συκοφαντών.

Είναι ψευδέστατο ό,τι η κασέτα που «ξεθάφτηκε» και δημοσιοποιήθηκε μετά από έξη (6) χρόνια, επιβεβαιώνει δήθεν τη μήνυση Βγενόπουλου, όπως κάποιοι «στρατευμένοι» δημοσιογράφοι επιμένουν να λένε. Αντίθετα, ακούγεται, επί 30 λεπτά, ο ίδιος να προσπαθεί, με πιεστικό τρόπο και ανακριτικό ύφος να αποσπάσει από την συνομιλήτριά του την απάντηση, που εκείνος ήθελε να ακούσει, ότι δηλαδή αυτή δήθεν επικοινωνούσε μαζί μου, ότι εγώ δήθεν της έδινα πληροφορίες, σχετικά με τις υποθέσεις που τον ενδιέφεραν και ότι αυτή ενεργούσε εξ ονόματός μου και ζητούσε αντάλλαγμα.

Γι’ αυτό άλλωστε ο μηνυτής Βγενόπουλος, ο οποίος ήταν δικηγόρος και μπορούσε να αξιολογήσει ο ίδιος την σπουδαιότητα των αποδεικτικών μέσων, που θα στήριζαν τη μήνυσή του, ούτε την προσκόμισε ούτε την επικαλέσθηκε, όταν, ένα μήνα αργότερα (Μάιος 2016) κατέθεσε τη μήνυσή του, γνωρίζοντας, εξ άλλου, ότι η κασέτα αυτή ήταν προϊόν αξιόποινης πράξης (παράνομης καταγραφής), και ότι η χρήση αυτής επιτρέπεται μόνο σε ειδικές περιπτώσεις και μόνο εάν το επιτρέψει το Δικαστήριο.

Όλα αυτά, τα οποία αποτυπώνονται στην κασέτα, ως ερωτήματα του Βγενόπουλου, τα ίδια ακριβώς αυτά περιστατικά, τα επικαλείται στη συνέχεια (ένα μήνα αργότερα) στην κατατεθείσα μήνυσή του, ως δήθεν τελεσθέντα από εμένα αδικήματα. Επομένως, σε καμία περίπτωση, η κασέτα αυτή δεν αποτελεί νέο στοιχείο, όπως έτσι θέλουν να την εμφανίζουν ορισμένοι , διότι μόνον έτσι μπορούν να δικαιολογήσουν το νέο θόρυβο και την καινούργια λάσπη που προσπαθούν να ρίξουν εις βάρος μου, εμφανίζοντας μία κασέτα, της οποίας, πέραν των άλλων, πολύ δύσκολα πλέον μπορεί να διαπιστωθεί τόσο η γνησιότητά της όσο και το αληθές του περιεχομένου της, αφού ο ομιλών που είναι πιθανότατα και ο καταγράφων έχει ήδη αποβιώσει πριν από 6 χρόνια.

Έσπευσαν και συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα να υιοθετήσουν το περιεχόμενο της κασέτας, αποδεικνύοντας και πάλι ότι το τεκμήριο αθωότητας λειτουργεί για αυτούς μόνον επιλεκτικά και κατά περίπτωση και μόνο για τις δικές τους υποθέσεις και να χαρακτηρίσουν την κασέτα ως νέο στοιχείο, προσπαθώντας έτσι, με απαράδεκτη παρέμβαση, να χειραγωγήσουν και να προλάβουν την απόφαση της Δικαιοσύνης, η οποία είναι η μόνη αρμόδια να κρίνει (πέραν του παρανόμου χαρακτήρα αυτής) εάν αποτελεί ή όχι νέο στοιχείο και αναμένω να το πράξει κατά τρόπο αντικειμενικό και αμερόληπτο.

Εξ άλλου, το γεγονός ότι τα ίδια αυτά πρόσωπα και τα ίδια συστημικά μέσα ενημέρωσης προσπαθούν να συνδέσουν την υπόθεση αυτή με την υπόθεση NOVARTIS, καθώς και το γεγονός ότι η εμφάνιση της κασέτας έγινε την ίδια ακριβώς ημέρα που δημοσιεύθηκε το βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου, περί παραπομπής σε δίκη του Διευθύνοντος Συμβούλου της NOVARTIS, για ξέπλυμα μαύρου χρήματος και δωροδοκία ιατρών, καταρρίπτοντας έτσι τη θεωρία της δήθεν σκευωρίας, έχουν πείσει ήδη την κοινή γνώμη ότι η τυμβωρυχία τους σε βάρος του νεκρού Βγενόπουλου και ο σχετικός θόρυβος έγινε ακριβώς για να «σκεπαστεί» η πολύ δυσμενής για ορισμένους εξέλιξη της υπόθεσης NOVARTIS.

Είναι ψευδέστατο επίσης ότι η μήνυση Βγενόπουλου αρχειοθετήθηκε σε πολύ σύντομο χρόνο και χωρίς να εξεταστούν μάρτυρες. Αντίθετα, όπως και αμέσως κατωτέρω αναφέρεται , η έρευνα διήρκεσε πολλούς μήνες και πέραν του μηνυτή και των δύο καταγγελομένων εξετάσθηκαν και όλοι οι μάρτυρες, που προτάθηκαν και από τα δύο μέρη.

Πρέπει να υπογραμμίσω ότι ουδέποτε θα σχολίαζα (αρνητικά) ένα πρόσωπο που έχει αποβιώσει, έστω και αν ο θανών έπληξε βάναυσα την τιμή και την υπόληψή μου. Αφού, όμως, κάποιοι, για να εξυπηρετήσουν πολιτικές σκοπιμότητες, δεν δίστασαν να «τυμβωρυχήσουν» στο νεκρό Βγενόπουλο, είμαι υποχρεωμένη να απαντήσω δημόσια στα ψεύδη και τις συκοφαντίες ορισμένων.

Η αλήθεια για τη μήνυση Βγενόπουλου είναι η εξής :

Η από 10-5-2016 μήνυση χρεώθηκε τις επόμενες ημέρες σε Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για να διενεργηθεί προκαταρκτική ποινική έρευνα, η οποία διήρκεσε επί έξη μήνες, διεξήχθη με απόλυτα νόμιμο και διαφανή τρόπο και εξετάσθηκε μεγάλος αριθμός μαρτύρων.

Στα πλαίσια της διενεργηθείσας ποινικής έρευνας, εγώ κατέθεσα στις 13-9-2016,τα αληθή γεγονότα , που είναι τα εξής : η Δ.Μ. με πλησίασε και μου συστήθηκε η ίδια σε μία κοινωνική εκδήλωση, πριν 2 χρόνια περίπου και μου ζήτησε να με επισκεφθεί για να ζητήσει τη νομική μου άποψη, για κάποιο προσωπικό της ζήτημα. Ήλθε πράγματι στο γραφείο μου μερικές φορές (2 ή 3), μέσα στο έτος 2014. Επειδή, όμως, κατά τους τελευταίους μήνες του 2014, μου τηλεφωνούσε πολύ συχνά και χωρίς ιδιαίτερο λόγο, υποψιάσθηκα ότι πιθανόν να «χρησιμοποιεί» την γνωριμία της μαζί μου και έτσι έπαψα πλέον να της απαντώ. Από τότε (τέλος του 2014 ή αρχές του 2015) ουδεμία επικοινωνία είχα μαζί της. Όλα όσα ισχυρίζεται ο μηνυτής ότι δήθεν αυτή επικοινωνούσε μαζί μου και ειδικότερα κατά τον κρίσιμο χρόνο Μάρτιο και Απρίλιο 2016 και ότι δήθεν ενεργούσε εξ ονόματός μου είναι ψευδέστατα. Ο μηνυτής ως δικαιολογία για το ότι πείσθηκε από τις διαβεβαιώσεις της Δ.Μ. για το ότι αυτή ενεργούσε εξ ονόματός μου επικαλείται ότι αυτή του μετέφερε πληροφορίες για τις καταθέσεις των μαρτύρων, που κατέθεταν στα πλαίσια του πειθαρχικού ελέγχου σε βάρος της Εισαγγελέως Τσατάνη και οι οποίες,όπως δήθεν την πληροφορούσα εγώ, ήταν δήθεν ευνοϊκές για την ελεγχόμενη Εισαγγελέα. Και ότι αυτά τα λεγόμενα της Δ.Μ. τα επιβεβαίωσε και ο ίδιος, στο τέλος Απριλίου 2016, όταν έλαβε (κατά τρόπο παράνομο βεβαίως) τα αντίγραφα των καταθέσεων από τον δικηγόρο της εισαγγελέως Τσατάνη. Αυτό είναι επίσης ψευδέστατο. Αντίθετα όλες οι καταθέσεις των Εισαγγελέων Ελλήνων και Κυπρίων, που είχαν συνεργαστεί μαζί της , ως προς τις ελεγχόμενες υποθέσεις Βγενόπουλου και συνεργατών του και οι οποίες λήφθηκαν τον Μάρτιο και Απρίλιο 2016, ήταν επιβαρυντικές, ως προς τους χειρισμούς της ελεγχόμενης σχετικά με την αρχειοθέτηση των ως άνω υποθέσεων. Και σ’ αυτές τις καταθέσεις εξ άλλου , μαζί με το υπόλοιπο αποδεικτικό υλικό, στηρίχθηκε η διενεργούσα τον πειθαρχικό έλεγχο Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, η οποία με το από 5-5-2016 πόρισμά της πρότεινε τον πειθαρχικό έλεγχο της ελεγχόμενης, όπως και η ακολουθήσασα παραπεμπτική πειθαρχική αγωγή.

Όσο για τον ισχυρισμό του, (ο οποίος μάλλον εξέθετε τον ίδιο) ότι, τα Χριστούγεννα του 2014,  μου απέστειλε ένα δώρο («αν θυμάται καλά κάποιο ασημικό»), πέραν του ότι δεν είναι δυνατόν να θυμάμαι εάν τόσα χρόνια πριν, μεταξύ των δώρων, που στάλθηκαν, όπως κάθε χρόνο, επ’ ευκαίρια και της ονομαστικής μου εορτής, από πολλούς φίλους, γνωστούς και συναδέλφους (διακοσμητικά αντικείμενα, εικόνες, βιβλία, λουλούδια, γλυκά κλπ.) ήταν και κάποιο δώρο του μηνυτή, λογικό θα ήταν να θεωρήσω ότι το έπραξε για λόγους κοινωνικής φιλοφρόνησης. Δεδομένου μάλιστα, ότι λίγους μήνες πριν, υπό την ιδιότητά μου τότε ως Πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων και Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, μετά από αίτημα του Α.Βγενόπουλου, συναντήθηκα μαζί του (αυτή ήταν η μία και μοναδική φορά, όπως και ο ίδιος αναφέρει στη μήνυσή του) και κατά την οποία (συνάντηση) εξέφρασε παράπονα για την καθυστέρηση στην πρόοδο των ερευνών των υποθέσεών του,που εκκρεμούσαν ενώπιον των Εισαγγελέων κατά της Διαφθοράς και στην επίσπευση των οποίων και μόνον περιορίσθηκε η συζήτηση (όπως και ο ίδιος αναφέρει στη μήνυσή του). Ειρήσθω ότι τα αιτήματα για συναντήσεις, τα αποδεχόμουν πάντοτε, από οποιονδήποτε και αν προερχόνταν , όπως και αργότερα ως Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, διότι θεωρούσα ότι έπρεπε να λαμβάνω γνώση των προβλημάτων και των παραπόνων που αφορούσαν στη δικαιοσύνη  και να προσπαθώ για την επίλυσή τους.

Εάν μου είχε περάσει από το μυαλό ότι ο μηνυτής έδιδε άλλον χαρακτήρα, στην αποστολή του δώρου του , θα του το είχα επιστρέψει αμέσως.

Το σημαντικό είναι ότι : ο μηνυτής Α.Βγενόπουλος, στην από 7-7-2016 κατάθεσή του, σε ερώτηση του Εισαγγελέα για ποιό λόγο δεν ζήτησε από την Δ.Μ. να του δείξει στο κινητό της τηλέφωνο τις κλήσεις ή τα μηνύματα που ισχυριζόταν ότι είχε από την Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, απήντησε «αν της έλεγα δώστε μου το κινητό σας τηλέφωνο να το εξετάσω θα δημιουργούσα ένα πρόβλημα στη σχέση μας». Και στην επόμενη ερώτηση του Εισαγγελέα, εάν δηλαδή ο μηνυτής ζήτησε από την Δ. Μ. να τηλεφωνήσει παρουσία του στην Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, προκειμένου να διαπιστώσει εάν του έλεγε αλήθεια, απήντησε «όχι δεν το ζήτησα και δεν έγινε».

Η δε Δ.Μ επίσης καταγγελόμενη και φερόμενη, σύμφωνα με τη μήνυση Βγενόπουλου, ότι δήθεν επικοινωνούσε μαζί μου και ενεργούσε εξ ονόματός μου, αναφέρει, στις από 21-7-2016 εξηγήσεις της «αρνούμαι και αποκρούω ως αναληθή και αβάσιμα όσα ο μηνυτής μου αποδίδει» και ως προς το επί μέρους κρίσιμο ζήτημα αναφέρει «κατά το χρονικό διάστημα από Ιούλιο 2015 έως και Μάιο 2016 δεν είχα οποιαδήποτε επαφή με την κ. Β. Θάνου». Ο διενεργήσας την έρευνα Εισαγγελέας , αφού αξιολόγησε όλα τα ανωτέρω , καθώς και όλο το λοιπό αποδεικτικό υλικό , κατέληξε με σχετική διάταξή του , ότι

« δεν αποδείχθηκαν ούτε στο ελάχιστο , στοιχεία ικανά να οδηγήσουν στην άσκηση ποινικής δίωξης» και η εναντίον μου μήνυση Βγενόπουλου τέθηκε στο αρχείο.

Μάλιστα προσπάθησαν να εμπλέξουν και το γιό μου, δικηγόρο Σπύρο Χριστόφιλο, αποκρύπτοντας στη μήνυση ότι τηλεφώνησε προς αυτόν η Δ. Μ. (προφανώς επειδή δεν επικοινωνούσε μαζί μου) και του μετέφερε (όπως αυτή του είπε) το ενδιαφέρον του Βγενόπουλου για να του αναθέσει κάποιες υποθέσεις του. Επειδή στον γιο μου έκανε εντύπωση πως μια πρόταση επαγγελματικής συνεργασίας δεν έγινε από τον ίδιο τον Βγενόπουλο ή από κάποιον συνεργάτη του γραφείου του, αλλά από την εν λόγω κυρία, της ζήτησε το τηλέφωνό του και προς επιβεβαίωση, τηλεφώνησε στον ίδιο τον Βγενόπουλο, ο οποίος του είπε ότι βρίσκεται εκτός Ελλάδος και ότι θα τον καλέσει ο ίδιος, όταν επιστρέψει. Το τηλεφώνημα αυτό διήρκεσε λίγα δευτερόλεπτα και ουδέποτε ο γιός μου είχε οποιαδήποτε άλλη επικοινωνία μαζί του, διότι υποψιάσθηκε ότι μάλλον ήθελαν να τον χρησιμοποιήσουν, για να εξασφαλίσουν έμμεση επαφή μαζί μου. Εάν ο γιός μου είχε άλλες προθέσεις, προφανώς θα είχε επανέλθει, και μάλιστα σε χρόνο εγγύτερο προς εκείνον που φέρεται στη μήνυση ότι δήθεν τελέσθηκαν τα αδικήματα, δεδομένου ότι ο ίδιος ο μηνυτής αναφέρει στη μήνυσή του ότι το εν λόγω τηλεφώνημα έγινε στα τέλη Αυγούστου 2015, δηλαδή σε χρόνο ανύποπτο και πολύ προγενέστερο σε σχέση με την τέλεση των αδικημάτων, τον οποίο ο μηνυτής τοποθετεί τον Μάρτιο και Απρίλιο 2016. Αποσιωπώντας,μάλιστα, ότι την πρωτοβουλία για την επαφή αυτή την είχε ο ίδιος ο μηνυτής.

Επίσης επισημαίνεται ότι, όπως έχει γραφτεί κατ’ επανάληψη στον τύπο , έντυπο και ηλεκτρονικό και δεν έχει διαψευσθεί, τέσσερις (4) μήνες μετά την κατάθεση της μήνυσης Βγενόπουλου και συγκεκριμένα τον Σεπτέμβριο του 2016, ο συνήγορός αυτού δικηγόρος Μιχ. Δημητρακόπουλος, ενώπιον του δικαστηρίου, σε άλλη υπόθεση αναφερόμενος στη Δ.Μ. την χαρακτήρισε ως «απατεώνισσα» . Ίσως διότι πιθανότατα είχαν πλέον αντιληφθεί ποιά ήταν η αλήθεια.

Εν τούτοις, ουδέποτε μέχρι το θάνατο του Α.Βγενόπουλου, ούτε ο ίδιος ούτε ο δικηγόρος του έπραξαν οτιδήποτε, για να αποκαταστήσουν το πρόσωπό μου, παρότι, εάν κρίνει κάποιος από τον ως άνω χαρακτηρισμό, πρέπει να είχαν πλέον πεισθεί ότι εγώ ουδεμία ανάμειξη ή εμπλοκή είχα, στα όσα είχε καταγγείλει εις βάρος μου.

 Ο μηνυτής, μπορούσε πολύ εύκολα, εάν πράγματι το ήθελε, να διαπιστώσει εάν η συνομιλήτριά του Δ.Μ. του έλεγε ή όχι αλήθεια, ως προς το ότι ενεργούσε εξ ονόματός μου, είτε ζητώντας από αυτήν να του επιδείξει το κινητό της τηλέφωνο, στο οποίο, όπως αυτή ισχυριζόταν, σύμφωνα με την μήνυσή του, υπήρχαν τα μηνύματα μου και οι κλήσεις μου, είτε ζητώντας από αυτήν να επικοινωνήσει μαζί μου, παρόντος αυτού, είτε επικοινωνώντας ο ίδιος μαζί μου, αφού, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται ήθελε απλώς «να μην αδικηθεί».

Αντίθετα, εκείνος ,με μεγάλη ευκολία, έσπευσε να καταθέσει μήνυση εναντίον της Προέδρου του Ανώτατου Δικαστηρίου. Αυτό οδηγεί στο λογικό συμπέρασμα ότι ο καταγγέλων – μηνυτής Α.Βγενόπουλος κατέθεσε την εναντίον μου μήνυση, με στόχο να εκφοβίσει τόσον εμένα προσωπικά, ως Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, όσο και όλους τους Δικαστές και Εισαγγελείς, οι οποίοι χειρίζονταν τις εκκρεμείς υποθέσεις του, πιστεύοντας ότι έτσι θα επιτύγχανε ευνοϊκή έκβαση των υποθέσεών του.

Άξιον λόγου είναι ότι «κατά σύμπτωση» ο Α.Βγενόπουλος κατέθεσε τη μήνυσή του, φροντίζοντας ταυτόχρονα να γίνει μεγάλος θόρυβος, με συνέντευξή του, στον τηλεοπτικό σταθμό «ΣΚΑΪ», κατά την οποία ανέφερε ολόκληρο το περιεχόμενο της μήνυσης και αμέσως στη συνέχεια διένειμε και δελτίο τύπου, την ίδια ακριβώς ημέρα (11-5-2016), κατά την οποία οι δύο στενοί συνεργάτες του μηνυτή, έπρεπε να εμφανισθούν για να δικασθούν ενώπιον του Κυπριακού Δικαστηρίου της Λευκωσίας και προφανώς η απόφαση αυτή θα επηρέαζε και την τύχη του μηνυτή. Πλην όμως αυτοί διέφυγαν και δεν παρέστησαν, γεγονός για το οποίο έγινε μεγάλος θόρυβος στην Κύπρο, ενώ αντίθετα στην Ελλάδα, η είδηση αυτή «σκεπάσθηκε» από τον θόρυβο που προκάλεσε ο μηνυτής με την κατάθεση της μήνυσής του και την ταυτόχρονη συνέντευξη τύπου.

Δηλαδή, η ίδια ακριβώς στρατηγική (τυχαία άραγε;) με αυτήν που ακολούθησαν προχθές οι δημοσιογράφοι της ιστοσελίδας iefimerida, οι οποίοι, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, δημοσιοποίησαν την προ εξαετίας υπάρχουσα παράνομη κασέτα την ίδια ακριβώς ημέρα που δημοσιεύθηκε το βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου, περί παραπομπής σε δίκη του Διευθύνοντος Συμβούλου της Novartis, «σκεπάζοντας» έτσι την είδηση αυτή από τον θόρυβο που φρόντισαν να προκαλέσουν με την κασέτα.

Επίσης πρέπει να υπογραμμισθεί ότι ο επιχειρηματίας Α.Βγενόπουλος συνήθιζε και κατά το παρελθόν να σύρει ως κατηγορούμενο ή εναγόμενο οποιονδήποτε αποκάλυπτε τις οικονομικές του παραβάσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι δύο παλαιοί και έντιμοι πολιτικοί του ΠΑΣΟΚ, ο πρώην Υπουργός Νικ. Σηφουνάκης και ο πρώην βουλευτής Δημ. Τσιρώνης, κατά των οποίων κατέθεσε μεγάλο αριθμό αγωγών και μηνύσεων, επειδή αυτοί αποκάλυψαν τις παραβάσεις του , σχετικά με τη MARFIN και με το « ξεπούλημα» του ΟΤΕ.

Ο επιχειρηματίας Βγενόπουλος καταδικάστηκε από το Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο, με απόφαση του 2018 για σοβαρότατες παραβάσεις , καθώς και από τα Κυπριακά Δικαστήρια. Εντούτοις στην Ελλάδα , για τις μεν ποινικές υποθέσεις του ιδίου έπαυσε η ποινική δίωξη λόγω θανάτου του , ενώ οι ποινικές υποθέσεις των συνεργατών του, εξ’όσων γνωρίζω βρίσκονται ακόμη σε εκκρεμότητα.

Μετά από όσα (και όχι όλα) ανέφερα, πιστεύω ότι για τους λογικούς και καλοπροαίρετους έχει καταστεί σαφές ότι επρόκειτο για μια κακοστημένη σε βάρος μου κατηγορία, με ψεύδη και συκοφαντίες, που εξυπηρετούσε τους σκοπούς του συγκεκριμένου επιχειρηματία, που ελεγχόταν από την Δικαιοσύνη. Όπως το ίδιο κακοστημένη και δυσφημιστική είναι και η νέα «μηχανορραφία» με την ανάσυρση της κασέτας, την οποία, μάλιστα, ελάχιστοι ευτυχώς δημοσιογράφοι, την χαρακτήρισαν ως δημοσιογραφική επιτυχία!!! Και η οποία είναι προφανές ότι εξυπηρετεί συγκεκριμένες πολιτικές σκοπιμότητες.

Η γνώμη αυτών των λογικών, καλοπροαίρετων και έντιμων ανθρώπων με ενδιαφέρει πολύ. Η γνώμη των κακοπροαίρετων και των διεφθαρμένων μου είναι αδιάφορη. Όσο για τις μηχανορραφίες τους, μπορώ εύκολα να τις καταρρίψω, χάρη στην επί 42 χρόνια ευδόκιμη υπηρεσία μου στο Δικαστικό Σώμα, με εντιμότητα και ακεραιότητα, την οποία ουδείς αμφισβήτησε, διότι ουδέποτε έδωσα δικαιώματα. Μοναδική εξαίρεση ο «άσπιλος» επιχειρηματίας Βγενόπουλος, τον Μάιο του 2016 και οι «συνεχίζοντες την μηχανορραφία του», τον Φεβρουάριο του 2022.

 

ΑΝΑΡΤΗΘΗΚΕ 28-2-2022 από directNEWS.gr πηγή: documentonews.gr


Τελευταίες Ειδήσεις