Την έντονη διαφωνία τους εκφράζουν οι μειοψηφούντες σύμβουλοι της Ένωσης Δικαστών Εισαγγελέων για τον τρόπο λειτουργίας της Δικαστικής Αστυνομίας και σε ανακοίνωση που εξέδωσαν κάνουν λόγο για "Στρεβλή νομοθετική πρωτοβουλία".
Ολόκληρη η ανακοίνωση αναφέρει τα εξής:
“Οι θέσεις μας για το Σχέδιο Νόμου «σύσταση Δικαστικής Αστυνομίας και λοιπές επείγουσες διατάξεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης»
Διαχρονικά το αίτημα των δικαστικών Ενώσεων για ίδρυση δικαστικής αστυνομίας ήταν από τα πρώτα στον κατάλογο καθώς θα βοηθούσε στην επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης και θα αποτελούσε πολύτιμο εργαλείο στους δικαστικούς λειτουργούς. Το υπό κατάθεση σχέδιο νόμου αποτελεί μια στρεβλή νομοθετική πρωτοβουλία που διαψεύδει τις αρχικές προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί.
Προτεραιότητα για εμάς αποτελούσε η έκταση των καθηκόντων που θα έχει ο πολιτικός τομέας των περιφερειακών υπηρεσιών της Δικαστικής Αστυνομίας. Τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες του προσωπικού αυτού ορίζονται στο άρθρο 4 του ΣχΝ. Πέρα από την διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, προανάκρισης και ανακριτικών πράξεων, κατόπιν παραγγελίας του εισαγγελέα ή του ανακριτή, η οποία και σήμερα διενεργείται από αστυνομικούς υπαλλήλους, το ενδιαφέρον σημείο είναι η παρ. 2 περ. α΄ υποπερ. αβ΄ του άρθρου 4 ΣχΝ. Εκεί αναφέρεται ότι στα καθήκοντα του προσωπικού εμπίπτει η «παροχή επιστημονικής και τεχνικής συνδρομής στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς επί θεμάτων των οποίων η μελέτη και ανάλυση απαιτεί ειδικές γνώσεις». Η συνδρομή αυτή μπορεί να παρέχεται κατά τις σχετικές προβλέψεις του ΣχΝ με την σύνταξη εκθέσεων, οι οποίες αναγνωρίζονται ως αποδεικτικά μέσα κατά τα άρθρα 178 ΚΠΔ και 339 ΚΠολΔ. Στην πραγματικότητα οι εκθέσεις αυτές αποτελούν εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, χωρίς ωστόσο να τηρούνται οι ελάχιστες εγγυήσεις τόσο του ΚΠΔ όσο και του ΚΠολΔ για τη διενέργειά της, όπως για παράδειγμα α) η δυνατότητα των διαδίκων να ορίζουν τεχνικό σύμβουλο, ο οποίος έχει δικαίωμα να παρίσταται κατά τις εργασίες των πραγματογνωμόνων και να ζητεί πληροφορίες, καθώς και να εξετάζει το αντικείμενο της πραγματογνωμοσύνης και τελικά να υποβάλει γραπτή έκθεση με τις παρατηρήσεις του, β) το δικαίωμά τους να υποβάλλουν αίτηση εξαίρεσης των πραγματογνωμόνων, γ) το δικαίωμά τους να υποβάλλουν αιτήματα για διεύρυνση ή εξειδίκευση των θεμάτων στα οποία αφορά η πραγματογνωμοσύνη, κ.λ.π. Παράλληλα, το ΣχΝ προβλέπει ότι για τα θέματα, στα οποία αφορά η έκθεση του πολιτικού προσωπικού της Δικαστικής Αστυνομίας, οι δικαστικές και εισαγγελικές αρχές μπορούν να διατάξουν πραγματογνωμοσύνη. Συνάγεται, επομένως, αφενός ότι οι εκθέσεις των πιο πάνω υπηρεσιών της Δικαστικής Αστυνομίας δεν έχουν χαρακτήρα πραγματογνωμοσύνης αφετέρου ότι η πραγματογνωμοσύνη (είτε αρχική είτε μετά από τη σύνταξη της πιο πάνω έκθεσης της Δικαστικής Αστυνομίας) ποτέ δεν μπορεί να ανατεθεί στις περιφερειακές υπηρεσίες της Δικαστικής Αστυνομίας. Η πρόβλεψη αυτή είναι εσφαλμένη, καθώς κύριος στόχος λειτουργίας της νέας υπηρεσίας πρέπει να είναι η συμβολή της σε επιστημονικά ή τεχνικά θέματα και η ανάθεση πραγματογνωμοσύνης στο προσωπικό της με όλες τις εγγυήσεις του ΚΠΔ και του ΚΠολΔ. Με την προτεινόμενη διαμόρφωση των αρμοδιοτήτων του πολιτικού προσωπικού της Δικαστικής Αστυνομίας υπάρχει ορατός ο κίνδυνος αφενός αδικαιολόγητης συρρίκνωσης της πραγματικής αποστολής που πρέπει να έχει η Δικαστική Αστυνομία αφετέρου επικίνδυνης υποκατάστασης της πραγματογνωμοσύνης από τις εκθέσεις που συντάσσονται κατά το άρθρο 4 παρ. 2 περ. α΄ υποπερ. αβ΄ ΣχΝ χωρίς εγγυήσεις για την προστασία των εύλογων και δικαιολογημένων σε ένα κράτος δικαίου συμφερόντων των διαδίκων.
Παρατηρούμε επίσης για άλλη μια φορά στο άρθρο 3 παρ. 3 ΣχΝ ότι της διεύθυνσης της Δικαστικής Αστυνομίας προΐσταται συνταξιούχος δικαστικός λειτουργός. Αντί λοιπόν να γίνει σεβαστό το αίτημα της Γενικής Συνέλευσης της Ένωσής μας, να αποκοπεί ο ομφάλιος λώρος μεταξύ κυβέρνησης και δικαιοσύνης με τον διορισμό αφυπηρετούντων δικαστικών λειτουργών σε διοικητικές θέσεις, η σχέση αυτή μεταξύ των δύο λειτουργιών ενδυναμώνεται.
Σε σχέση με τις επιμέρους διατάξεις του ΣχΝ πρέπει να παρατηρηθούν τα ακόλουθα:
1) Η εποπτεία της περιφερειακής υπηρεσίας της δικαστικής αστυνομίας ανατίθεται στον διευθύνοντα την εισαγγελία, αν, όμως, η περιφερειακή υπηρεσία εδρεύει σε δικαστικό μέγαρο, όπου δεν λειτουργεί εισαγγελία την εποπτεία ασκεί ο αρχαιότερος από τους διευθύνοντες δικαστικούς λειτουργούς (πρόβλεψη που παρά την εσφαλμένη χρήση του όρου «δικαστικούς λειτουργούς» παραπέμπει προφανώς στον «αρχαιότερο από τους διευθύνοντες το δικαστήριο δικαστικό λειτουργό»). Η επιλογή αυτή του ΣχΝ είναι εσφαλμένη, αφού το σύνολο των αρμοδιοτήτων των υπηρεσιών αυτών της Δικαστικής Αστυνομίας αφορά στη λειτουργία των δικαστηρίων και μάλιστα τόσο των ποινικών όσο και των πολιτικών και συνεπώς η εποπτεία των υπηρεσιών αυτών πρέπει να ανατεθεί αποκλειστικά και μόνο στους διευθύνοντες τα δικαστήρια δικαστές. Η επιλογή του ΣχΝ να καθορίζει το αρμόδιο για την εποπτεία της περιφερειακής υπηρεσίας όργανο με μοναδικό κριτήριο το κτίριο στο οποίο εδρεύει η υπηρεσία αυτή και όχι με βάση τις ανάγκες για εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας και τις σχέσεις αυτής με τις δικαστικές αρχές, είναι αδικαιολόγητη και στην πράξη αναμένεται να προκαλέσει πολλά προβλήματα,
2) Στο άρθρο 13 του ΣχΝ, το οποίο προβλέπει απαγόρευση διορισμού στην Δικαστική Αστυνομία των υπαλλήλων εκείνων (του Δημοσίου και νπδδ) που τιμωρήθηκαν πειθαρχικά με την ποινή της οριστικής παύσης, πρέπει να προβλεφθεί ρητή εξαίρεση για τους Δικαστικούς Λειτουργούς που κρίνονται μη διοριστέοι σε θέση ισόβιου Δικαστικού Λειτουργού ή που παύονται οριστικά και οι οποίοι μπορούν κατά το άρθρο 126 νέου ΚΟΔΚΔΛ (Ν. 4938/2022) να διοριστούν σε δημόσια διοικητική θέση, ιδίως όσον αφορά το προσωπικό του πολιτικού τομέα της Δικαστικής Αστυνομίας, ώστε να αξιοποιείται η δικαστική εμπειρία τους, 3) στο άρθρο 33 του ΣχΝ, που αφορά στους φορείς εκπαίδευσης και επιμόρφωσης του προσωπικού της Δικαστικής Αστυνομίας, πρέπει να προστεθεί και η Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, ιδίως για το προσωπικό του πολιτικού τομέα.
Τέλος, παρατηρείται ότι τα περιγραφόμενα αστυνομικά καθήκοντα φύλαξης των δικαστικών κτιρίων, τα οποία μέχρι σήμερα είχαν ανατεθεί στην Ελληνική Αστυνομία, καταλαμβάνουν νομοτεχνικά δυσανάλογα μεγάλο τμήμα σε σχέση με αυτό που εισάγει τις καινοτομίες του νέου θεσμού και αφορούν την ενίσχυση του δικαστικού έργου. Το κατά τα άλλα σημαντικό έργο της ουσιαστικής φύλαξης των δικαστηρίων θεωρούμε ότι αποτελεί ζήτημα ουσιαστικής πολιτικής βούλησης της οργανωμένης πολιτείας και δεν σχετίζεται ο σχεδιασμός του με την θέσπιση ενός σύγχρονου μηχανισμού τεχνικής υποβοήθησης της δικαιοδοτικής διαδικασίας.
Η κριτική στο Σχέδιο Νόμου δεν αναιρεί την αναγνώριση της προσπάθειας που έγινε από τη νομοπαρασκευαστική επιτροπή, στην οποία για άλλη μία φορά δεν κλήθηκαν οι δικαστικές ενώσεις. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι η πλειοψηφία του Δ.Σ. της Ένωσής μας αδιαμαρτύρητα δέχεται τον ρόλο του κομπάρσου που της αναθέτει το Υπουργείο τη στιγμή που η Ευρωπαϊκή Ένωση Δικαστών συμμερίζεται τους προβληματισμούς που θέσαμε κατά την περίοδο που ασκούσαμε την διοίκηση της Ένωσης.
25 Ιουλίου 2022
Τα μέλη του Δ.Σ. της Ε.Δ.Ε.
Χριστόφορος Σεβαστίδης, Δ.Ν. Εφέτης
Χαράλαμπος Σεβαστίδης, Εφέτης
Παντελής Μποροδήμος, Πρωτοδίκης
Μιχάλης Τσέφας, Πρόεδρος Πρωτοδικών
Ιωάννης Ασπρογέρακας, Πρόεδρος Πρωτοδικών
Έφη Κώστα, Ειρηνοδίκης’
ΑΝΑΡΤΗΘΗΚΕ 25-7-2022 από directNEWS.gr