Ένας αξιόπιστος ανιχνευτής ψεύδους σίγουρα θα έλυνε τα χέρια των ανακριτικών και δικαστικών αρχών, διακρίνοντας με ασφάλεια...
τους ψευδείς από τους αληθείς ισχυρισμούς. Είναι όμως κάτι τέτοιο θεμιτό;
«Έχεις χτυπήσει ποτέ κάποιον;» ή «Σκότωσες εσύ τον κύριο Χ;», είναι μερικές από τις ερωτήσεις που θα μπορούσαν να τεθούν σε έναν ύποπτο για φόνο από τις αρμόδιες αρχές, στο πλαίσιο ενός κλασικού τεστ ανίχνευσης ψεύδους.
Το πιο γνωστό μηχάνημα που χρησιμοποιείται κατά την διερεύνηση ποινικών αδικημάτων είναι ο πολυγράφος, μία συσκευή η οποία μετρά τους σφυγμούς, την πίεση αλλά και τις αλλαγές στο χρώμα του δέρματος του ανακρινόμενου κατά τη διάρκεια μιας διαδικασίας ερωταπαντήσεων.
Ο πολυγράφος ωστόσο δεν εντοπίζει από μόνος του τις ψευδείς απαντήσεις. Κρίσιμο σημείο είναι η ερμηνεία των αποτελεσμάτων που δίνει ο πολυγράφος από ειδικούς. Καθοριστική σημασία για την επιτυχία του τεστ έχει και η επιλογή των ερωτήσεων, οι οποίες δεν είναι αυθόρμητες αλλά έχουν τεθεί a priori και μάλιστα βασίζονται σε στοιχεία που είναι ήδη γνωστά στις αρχές.
Μια αμφιλεγόμενη μέθοδος
Το τεστ με πολυγράφο χρησιμοποιείται κυρίως στις ΗΠΑ, σε συνδυασμό με ειδικές μεθόδους ερωτήσεων. Μάλιστα το τεστ αυτό έχει χρησιμοποιηθεί ακόμη και από δημόσιες υπηρεσίες κατά τη διαδικασία πρόσληψης προσωπικού.
Ωστόσο, η όλη διαδικασία θεωρείται νομικά και ηθικά αμφιλεγόμενη, ενώ πολλοί επικρίνουν και την επιστημονική της αρτιότητα. Ο Τζον Ντύλαν Χέινς, διευθυντής του Κέντρου Νευροαπεικόνισης στο Βερολίνο, αναφέρει σχετικά: «Οι παραδοσιακοί ανιχνευτές ψεύδους καταγράφουν τη σωματική και ψυχική διέγερση του εξεταζόμενου και μπορούν να έχουν ως ένα βαθμό επιτυχία. Ωστόσο είναι και πάλι πιθανό πως κάποια άτομα να είναι σε θέση να ξεγελάσουν αυτό το μηχάνημα».
Αστάθμητοι ψυχολογικοί παράγοντες όπως το άγχος, η έκπληξη αλλά και ο φόβος μπορούν να επηρεάσουν τις απαντήσεις. Είναι επίσης δυνατό ένας παντελώς αθώος να αντιδράσει με το ίδιο τρόπο όπως ο πραγματικός ύποπτος, επισημαίνει ο Χανς Γκέοργκ Ριλ, ειδικός στην δικαστική ψυχολογία από το Μάιντς.
Ας σημειωθεί μάλιστα, ότι αντίστοιχες μέθοδοι ανίχνευσης των ψευδών καταθέσεων απαγορεύονται σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο.
Σε αμφισβήτηση η τεχνολογία ανίχνευσης ψεύδους
Στις χώρες όπου επιτρέπεται η χρήση ανιχνευτών ψεύδους, αυτή συχνά συνοδεύεται από ειδικές μεθόδους ανάκρισης. Μια γνωστή μέθοδος είναι να δίνονται στον εκάστοτε ύποπτο κάποιες πρώτες πιθανές απαντήσεις.
Εάν αυτός εμφανίσει την τάση να επιλέγει συνεχώς τις σωστές απαντήσεις, τότε αρχίζει να κινεί περισσότερες υποψίες ως προς την εικαζόμενη ενοχή του. Αντίστοιχες πρακτικές χρησιμοποιούνται στην Ιαπωνία.
Μια άλλη μέθοδος για την ανίχνευση του ψεύδους προσομοιάζει με το εγκεφαλογράφημα. Πρόκειται για ένα είδος «σκαναρίσματος» του εγκεφάλου, το οποίο εντοπίζει περιοχές που δείχνουν να ενεργοποιούνται όταν κάποιος λέει ψέματα.
Αλλά και η αυτή η τεχνική είναι αμφιλεγόμενη. «Δεν υπάρχει κάποια συγκεκριμένη περιοχή του εγκεφάλου που συνδέεται ειδικά με το ψέμα», λέει ο Ματίας Γκάμερ, νευροεπιστήμονας από την πανεπιστημιακή κλινική του Αμβούργου-Έπεντορφ.
Μάλιστα ο γερμανός ειδικός χαρακτηρίζει ως εντελώς ακατάλληλα διάφορα σχετικά τεστ που κυκλοφορούν στο εμπόριο. Στην ίδια γραμμή συντάσσονται κι άλλοι ειδικοί του χώρου, κυρίως από την Ευρώπη, οι οποίοι αμφισβητούν την αξιοπιστία αντίστοιχων μηχανημάτων.
Στην καθημερινότητα πάντως, μακριά από τις ανακριτικές και δικαστικές αίθουσες, ένα ψέμα είθισται να ανιχνεύεται πάντα καλύτερα διαισθητικά... κάτι που σε τελική ανάλυση είναι ευκολότερο και δεν κοστίζει.
ΑΝΑΡΤΗΘΗΚΕ 4-10-2013 από directNEWS.gr πηγή:deutschewelle