Tο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) στο Στρασβούργο, καταδίκασε την Ελλάδα για την υπόθεση της Μανωλάδας, κρίνοντας ότι παραβίασε...
τις διατάξεις της ευρωπαϊκής νομοθεσίας που απαγορεύουν την εμπορία ανθρώπων και την καταναγκαστική εργασία.
Το ΕΔΑΔ εξέτασε προσφυγή 42 εργατών από το Μπαγκλαντές που ζουν στην Ελλάδα και εργάζονταν στις φυτείες φράουλας της Μανωλάδας. Σύμφωνα με την καταγγελία που είχε γίνει το 2013, οι προσφεύγοντες οι οποίοι δεν είχαν άδεια εργασίας, είχαν προσληφθεί από τον Οκτώβριο του 2012 έως τον Φεβρουάριο του 2013 για να συλλέξουν φράουλες σε αγρόκτημα στη Μανωλάδα.
Τους είχαν υποσχεθεί μισθό 22 ευρώ για επτά ώρες εργασίας, και 3 ευρώ για κάθε ώρα υπερωρίας. Δούλεψαν καθημερινά από τις 07:00 έως τις 19:00 υπό την επίβλεψη ένοπλων φρουρών. Ζούσαν σε πρόχειρες παράγκες χωρίς τουαλέτες ή τρεχούμενο νερό.
Τον Φεβρουάριο του 2013, το Μάρτη 2013 και τον Απρίλιο του 2013, οι εργαζόμενοι κατέβηκαν σε απεργία ζητώντας την καταβολή των απλήρωτων μισθών τους, αλλά χωρίς επιτυχία.
Στις 17 Απριλίου 2013, οι εργοδότες τους προσέλαβαν άλλους μετανάστες.
Φοβούμενοι ότι δεν θα πληρωθούν 100 έως 150 εργαζόμενοι από την περίοδο 2012-2013 άρχισε να κινούνται προς την κατεύθυνση των δύο εργοδοτών, προκειμένου να απαιτήσουν τους μισθούς τους.
Ένας από τους ένοπλους φρουρούς άνοιξε πυρ, τραυματίζοντας σοβαρά 30 εργαζόμενους, συμπεριλαμβανομένων 21 από τους αιτούντες. Οι τραυματίες μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο και στη συνέχεια ανακρίθηκαν από την αστυνομία.
Οι δύο εργοδότες, μαζί με τη φρουρά που είχε ανοίξει πυρ και μια ένοπλη επιστάτη, συνελήφθησαν για απόπειρα φόνου - κατηγορία που στη συνέχεια αναταξινομήθηκε ως πρόκληση σοβαρών σωματικών βλαβών - καθώς επίσης και για την εμπορία ανθρώπων.
Με απόφαση της 30ής Ιουλίου 2014 το ελληνικό Κακουργιοδικείο τους απάλλαξε από την κατηγορία της εμπορίας ανθρώπων και καταδίκασε την ένοπλη φρουρά και έναν από τους εργοδότες για σοβαρές σωματικές βλάβες και παράνομη χρήση πυροβόλων όπλων, με ποινές φυλάκισης που μετατράπηκαν σε χρηματική ποινή.
Το Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επισήμανε ότι τα εθνικά δικαστήρια ερμήνευσαν και εφάρμοσαν την έννοια της εμπορίας ανθρώπων με πολύ περιοριστικό τρόπο, ταυτίζοντας την με τη δουλεία. Ωστόσο, η κατάσταση των προσφευγόντων δεν ισοδυναμεί με δουλεία.
Η διαφορά μεταξύ της δουλείας και της καταναγκαστικής ή υποχρεωτικής εργασίας έγκειται στην αίσθηση των θυμάτων ότι η κατάστασή τους ήταν μόνιμη και ότι η κατάσταση ήταν απίθανο να αλλάξει.
Τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά, και ιδιαίτερα οι συνθήκες εργασίας των προσφευγόντων, έδειξαν σαφώς ότι περιήλθαν σε εμπορία ανθρώπων και της καταναγκαστικής εργασίας.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο κατέληξε ομόφωνα στο συμπέρασμα ότι η κατάσταση των προσφευγόντων εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4 § 2 της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης, στο μέτρο που αφορούσε εμπορία ανθρώπων και την καταναγκαστική εργασία.
Το δικαστήριο έκρινε ότι η κατάσταση των προσφευγόντων αποκάλυπτε εμπορία ανθρώπων και καταναγκαστική εργασία, με δεδομένο ότι η εκμετάλλευση μέσω της εργασίας αποτελεί «μια πτυχή εμπορίας».
Το Δικαστήριο έκρινε επίσης, ότι το κράτος παρέβη τις υποχρεώσεις του προκειμένου να αποτρέψει την εμπορία ανθρώπων, να προστατέψει τα θύματα, να διερευνήσει αποτελεσματικά τα διαπραχθέντα αδικήματα και να τιμωρήσει τους υπεύθυνους.
Στους προσφεύγοντες επιδικάστηκε αποζημίωση 16.000 ευρώ για καθέναν που συμμετείχε στη διαδικασία ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου και 12.000 ευρώ για τους υπολοίπους προσφεύγοντες για το σύνολο των βλαβών που τους προκλήθηκαν.
Επίσης, το Δικαστήριο τους αναγνώρισε 4.363,64 ευρώ συνολικά για τα δικαστικά έξοδα.
ΑΝΑΡΤΗΘΗΚΕ 30-3-2017 από directNEWS.gr
σχετικά θέματα: