Με ένα συγκλονιστικό κείμενο ο Δημήτρης Αλικάκος περιγράφει στο protagon.gr, τις τελευταίες στιγμές του Αλέξανδρου Βέλιου, και όσα προηγήθηκαν της απόφασης του να δώσει τέλος στη ζωή του. Το κείμενο του Δημήτρη Αλικάκου έχει ως εξής:..
Το απόγευμα της 29ης Αυγούστου μου τηλεφώνησε για να μου πει πότε είναι η κηδεία του. «Την Τετάρτη είναι η κηδεία μου». «Έχεις καταλάβει τι μου λες;» του είπα σοκαρισμένος. Έβαλε τα γέλια. Ναι ρε φίλε, τα γέλια. Στις 31 μού ζήτησε να το γράψω σε μια κάμερα. «Γράψτο γιατί κανείς δεν θα σε πιστέψει. Άσε που θέλω και κόσμο στην κηδεία μου και έχει άλλη βαρύτητα να τους καλέσω εγώ». Πάλι γέλια.
Η κηδεία έγινε την Τρίτη (έτσι «έπρεπε» να γίνει). Έπεσε μια μέρα έξω…
Με τον Αλέξανδρο Βέλιο βρεθήκαμε, κάπου στις αρχές του ’90, κάτω από την ίδια επαγγελματική στέγη. Νέος και άπειρος εγώ τότε στο επάγγελμα, και με την αγωνία να στεριώσω, δεν μπόρεσα να τον «δω». Καμία μνήμη άξια λόγου.
Μετά την πρώτη του τηλεοπτική εμφάνιση, στην οποία ανακοίνωσε πως έχει καρκίνο και θα προβεί σε ευθανασία, ανακάλυψα πραγματικά τον άνθρωπο και το ανάστημά του. Λόγος στιβαρός, τετράγωνος, μετρημένος, χωρίς μελό, με γνώση και απόφαση. Πήρα αμέσως το βιβλίο του και –όπως παραδέχθηκε- ήμουν ο πρώτος που το διάβασε. Ο Βέλιος αποφάσισε να γράψει ιστορία. Αυτό του είπα, μεταξύ άλλων, ως κριτική. Αλλά κάτι δεν μου κόλλαγε…
Συναντηθήκαμε λίγες μέρες αργότερα σε ένα στέκι στο Χολαργό. Ήθελα να διαπιστώσω αν ό,τι είχα ακούσει στην τηλεόραση και διαβάσει στο βιβλίο του ήταν απλώς η επικοινωνιακή διαχείριση ενός τραγικού γεγονότος, αλλά πίσω από αυτή κρυβόταν ο φόβος. Μα είναι δυνατόν να έχει ξεπεράσει τον –απόλυτα ανθρώπινο- φόβο του θανάτου;
«Όχι, δεν έχω ξεπεράσει το θέμα της ανυπαρξίας μου», παραδέχθηκε τότε. Ο Βέλιος δεν πίστευε. Αναγκαία, σε αντίθεση με τους πιστούς, είχε έναν παντοδύναμο «εχθρό» στο σχέδιό του: την ανυπαρξία του, το «μεγάλο Τίποτε» του Καβάφη.
Ο Αλέξανδρος Βέλιος στο σαλόνι του σπιτιού του, με τον Δημήτρη Αλικάκο
Το σχέδιο του Βέλιου ήταν απλό: αφού θα πεθάνω που θα πεθάνω, ας κάνω τον θάνατό μου σημαία στο δικαίωμα ενός αξιοπρεπούς τέλους. Εγώ θα πω το πότε θα πεθάνω, όχι ο καρκίνος.
Στην αρχή το σχέδιο του Βέλιου είχε Ελβετία, ένα ειδικό κέντρο που πας και πεθαίνεις («υποβοηθούμενη ευθανασία»). Λόγοι οικονομικοί, αλλά και άλλοι που δεν έχει νόημα να αναφερθούν, η Ελβετία βγήκε από το σχέδιο.
Και τώρα τι θα κάνεις; «Είμαι τυχερός, με βρήκε ένας γιατρός. Αυτός προσφέρθηκε να κάνει τη “δουλειά”».
Τον Ιούλιο, αλλά και περίπου μέχρι τα μέσα Αυγούστου, ο Αλέξανδρος αισθανόταν καλά. Ο όγκος μεγάλωνε, όπως μου έλεγε, αλλά δεν είχε επηρεάσει σημαντικά τις δυνάμεις του. Και κυρίως δεν πονούσε. Λες να γίνει το θαύμα, αναρωτιόμουν (και ευχόμουν). «Δεν θα γίνει κανένα θαύμα Δημήτρη. Θα πεθάνω τον Σεπτέμβριο». Αυτή η κουβέντα λέχθηκε αρχές Αυγούστου. Λίγες μέρες αργότερα περιέγραψε την κατάστασή του ως εξής: «πέφτω, αλλά πρέπει να κρατήσω. Στις 30 του μηνός γιορτάζω, θέλω να αποχαιρετήσω τους φίλους μου. Στις 31 θα μπω νοσοκομείο, και στις 4 Σεπτεμβρίου θα κλείσω το μάτι στο γιατρό. Όρμα!».
«Βρε ποιον γιατρό και ποιο νοσοκομείο; Είναι αδύνατον να γίνει εκεί» αντέδρασα. «Σσσσ… μη μιλάς, μη φωνάζεις, πρέπει να τους προστατέψουμε. Κι εγώ πρέπει να λυτρωθώ από το μαρτύριο».
Στις 22 Αυγούστου συναντηθήκαμε στο σπίτι του, στον Γέρακα. Καταπονημένος, αλλά αγέρωχος. Έβγαλε πολλή οργή για την «κατάντια του τόπου». «Δεν πονάμε τον τόπο, είμαστε ξένοι με αυτόν».«Τώρα που φεύγεις νιώθεις την ανάγκη να ζητήσεις συγγνώμη από κάποιον;» τον ρώτησα. «Δεν έχω βλάψει άνθρωπο». Κατέγραψα κάμποσα από αυτά που μου είπε σε μια καμερούλα που έχω πάντα μαζί μου. Μετά πιάσαμε τη φιλοσοφία. Σπάνια συναντά κανείς δημοσιογράφο με τέτοια παιδεία – κυρίως κλασική. «Απορώ πως έγινες δημοσιογράφος» του είπα. Γέλασε. «Έπρεπε να γεμίσω κι αυτό», και έδειξε το στομάχι του.
Όσο ζύγωνε το τέλος του Αυγούστου ο Αλέξανδρος υπέφερε. Ο ύπνος του ήταν λίγος, κι αυτός βασανιστικός. Θυμάμαι ένα απόγευμα που ήταν ευδιάθετος γιατί κατάφερε να κοιμηθεί λίγο το μεσημέρι και ένιωθε κάπως ξεκούραστος. Αλλά δεν πέταγε στα σύννεφα. «Αύριο θα είμαι πάλι τα ίδια».
To xρονικό του τέλους
Στις 30 Αυγούστου το κινητό του «άναψε» για τα «χρόνια πολλά». «Με ρωτούσαν οι φίλοι τι να μου ευχηθούν, κι εγώ τους απαντούσα “καλά στέφανα”».
Στις 31 Αυγούστου μπήκε στο νοσοκομείο, όπως το είχε (είχαν) σχεδιάσει. Δωμάτιο 308. Μια νοσοκόμα προσπάθησε να τον βοηθήσει να ξαπλώσει στο κρεβάτι. «Δεν είμαι ανήμπορος καλή μου κοπέλα, ετοιμοθάνατος είμαι». Μόλις τελείωσαν τα πέρα δώθε του προσωπικού μείναμε για λίγο μόνοι. «Θέλω κόσμο στην κηδεία μου την Τετάρτη».
Αργά το βράδυ με πήρε στο τηλέφωνο. Ξαφνιάστηκα. «Συμβαίνει κάτι;». «Ο γιατρός δείχνει φοβισμένος. Θα σου πω οριστικά αύριο».
Την επόμενη μέρα, πρώτη του μήνα, η (πρώτη) εμπλοκή επιβεβαιώθηκε επίσημα. Ο γιατρός «το ξανασκέφτηκε» και ανακοίνωσε στον Αλέξανδρο ότι στο νοσοκομείο δεν μπορεί να γίνει αυτό που θέλει… (Λογικό, αλλά τότε γιατί του είπε να πάει εκεί;)
Το μεσημέρι με πήρε τηλέφωνο. «Θα πάρω εξιτήριο το Σάββατο και την Κυριακή τελειώνουν όλα». «Πώς; Με ποιον τρόπο;». Μου περιέγραψε τα πάντα.
Το τελευταίο ιδιόχειρο σημείωμά του, την Κυριακή το βράδυ
Στις 2 του μηνός, είχε πολλές επισκέψεις στο δωμάτιό του. Τρεις γνωστοί του δημοσιογράφοι είχαν ραντεβού μαζί του στις 12 το μεσημέρι. «Ελα πιο νωρίς εσύ». Τον είδα για δέκα λεπτά λίγο μετά τις 11. Μπαίνοντας στο δωμάτιο, έβγαινε ο γιατρός. Δεν με είδε. «Α καλώς τον! Για σένα μιλούσαμε». «Για μένα;». Μπήκε στην τουαλέτα για να πλυθεί. Από εκεί τον άκουσα να μου λέει: «Τελικά εσύ θα το κάνεις». Γέλασα. «Και γιατί να μην το κάνω, αλλά ποιο;». «Την ένεση». Σιωπή. «Ξέρεις να κάνεις ένεση;». Σιωπή. Βγήκε από το λουτρό και με αργές κινήσεις κάθισε σε μια αναπαυτική πολυθρόνα. Εκεί ξεκίνησε ο μονόλογος: «Αύριο παίρνω εξιτήριο. Την Κυριακή θα έρθει ο γιατρός να μου φέρει τη σύριγγα. Θα έρθεις κι εσύ. Δεν χρειάζεται να μου κάνεις ένεση, πλάκα έκανα, θα σου δείξει απλώς πώς να την κουμπώσεις στην “πεταλούδα” που έχω στο στήθος μου. Μετά θα πατήσεις την ένεση. Και φύγε αμέσως. Δικός μου άνθρωπος θα ειδοποιήσει το γιατρό να έρθει για να πιστοποιήσει το θάνατο, και βέβαια το γραφείο τελετών». Δεν μπορεί, δεν το ζω αυτό, σκέφτηκα. Κατάλαβα αμέσως ότι βρίσκεται σε τεράστιο αδιέξοδο. Άλλαξα κουβέντα. Τον ρώτησα πως αισθάνεται και αν πονάει. Μου είπε πως δεν πονούσε και πως ο χώρος του νοσοκομείου έκανε καλό στην ψυχολογία του. «Καλώς, θα τα πούμε το απόγευμα».
Με την σύζυγό του
Στις 8.01 με πήρε τηλέφωνο. «Συμφωνήσαμε με τα παιδιά (τους τρεις δημοσιογράφους) να κάνω μια δήλωση για την ευθανασία, αλλά σε ένα άλλο επίπεδο. Πώς βλέπεις την ιδέα;». «Πολύ καλή!». «Δεν φέρνεις εκείνη την καμερούλα να τα πω εκεί την Κυριακή;». «Και βέβαια, αλλά γιατί την Κυριακή; Καλύτερα Σάββατο». «Εντάξει Σάββατο, αλλά αργά, κατά τις εννιάμισι, γιατί θα βγω από το νοσοκομείο και μετά θα έχω κάποιες συναντήσεις». «Έγινε, εννιάμισι».
Αργά το απόγευμα του Σαββάτου πήρε εξιτήριο. Πριν, τον επισκέφτηκαν κάμποσοι φίλοι και τον αποχαιρέτησαν. Πολλοί από αυτούς κλαίγοντας. «Δεν μπορώ να το καταλάβω αυτό». Στις 9.30 χτύπησα το κουδούνι. Μου άνοιξε ένα γλυκύτατο πλάσμα. Η εξάχρονη κορούλα του. Εκείνος καθόταν στο γραφείο του. «Έλα να σου δείξω τι θέλω να πω». Μου διάβασε λίγες γραμμές από ένα χειρόγραφο κείμενο. «Δεν έχει νόημα Αλέξανδρε, τα έχεις πει όλα, επαναλαμβάνεσαι». «Συμφωνώ, απλώς ήθελα να μου το επιβεβαιώσεις». Σηκώθηκε, με μεγαλύτερη δυσκολία από κάθε άλλη φορά, και κάθισε απέναντί μου. «Είσαι ένας από τους λίγους ανθρώπους που σε λίγο θα γνωρίζουν τα πάντα. Το τελικό πια σχέδιο. Είναι δικαίωμά σου να παραδεχθείς ότι γνώριζες ή όχι. Αύριο θα πεθάνω. Όχι ακριβώς όπως θα ήθελα, δηλαδή με ευθανασία, αλλά με ΜΗ υποβοηθούμενη ευθανασία. Δηλαδή –για να μην μασάω τα λόγια μου- θα αυτοκτονήσω. Θες να σου διαβάσω την στερνή ανακοίνωσή μου; Άνοιξε την καμερούλα σου».
Τα παραπάνω λόγια συνιστούν ένα σπαρακτικό αντίο και μια σκληρή καταγγελία. Δεν έδωσε την ευκαιρία στους δικούς του ανθρώπους να του κλείσουν τα μάτια για να τους προστατέψει. Δεν τους έδωσε την ευκαιρία γιατί «ο μουχλιασμένος συντηρητισμός –έως σκοταδισμός- θεσμών και αντιλήψεων με αναγκάζει να διαπράξω μόνος την “ευθανασία” μου. Μόνο που αυτό δεν είναι ευθανασία, είναι αυτοκτονία». Αυτό ακριβώς μου είπε. «Μα τότε μιλάμε για ανθρώπινη τραγωδία, όχι για “καλό θάνατο”», αντέτεινα. «Έτσι ακριβώς είναι. Νιώθω απογοήτευση και απόγνωση, αλλά δεν έχω άλλη λύση τούτη την ώρα».
«Δεν θέλω σταυρό στον τάφο μου, αλλά επιθυμώ νεκρώσιμη ακολουθία, σύμφωνα με το τυπικό της Ορθοδοξίας. Θέλω να συμφιλιώσω την πράξη μου με την Εκκλησία και όχι να την κάνω εχθρό της». Την ημέρα του εξιτηρίου τον επισκέφθηκε ο Μητροπολίτης Νέας Ιωνίας Γαβριήλ. «Φύγε με την ευχή μου. Είσαι απόλυτα ελεύθερος. Για τα υπόλοιπα ας κρίνει ο Θεός…».
Λίγο μετά τις 12 τα μεσάνυχτα τον αποχαιρέτησα. Προσπάθησα να μην δακρύσω. Τα κατάφερα. Μπροστά από την ανοιχτή πόρτα του ασανσέρ πλησίασε κοντά μου και χαμηλόφωνα μου είπε: «στην κηδεία μου, θέλω να κοιτάξεις στα μάτια τον […] και να του πεις από μένα: “φάνηκες λιοντάρι στην αρχή, και αποδείχθηκες κότα στο τέλος. Ντροπή σου”».
Επίλογος – το τέλος
Εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν κάθε μέρα. Φυσιολογικά, από αρρώστιες, δυστυχήματα, βία. Ξέρεις πόσο δύσκολο είναι να πεθάνεις με ραντεβού; Ο πόθος για ζωή κατακλύζει την ύπαρξη ακόμα και στις δύσκολες στιγμές μιας ανίατης ασθένειας. «Κάτι φίλοι μού είπαν για ένα μοναστήρι και κάποια εικόνα σε αυτό που έβγαζε θαυματουργά δάκρυα που είχαν γιάνει αρρώστους με ανίατες ασθένειες. Μου είπαν να με πάνε. Είπα “δεν θέλω γιατί δεν πιστεύω”. “Κι αν γίνει το θαύμα και με σένα τι έχεις να χάσεις;” μου είπαν. Απάντησα αυθόρμητα: “και αν υπάρξει θαύμα τι θα λέω; Πώς θα το δικαιολογήσω με τα πιστεύω μιας ολόκληρης ζωής;”». Γέλια. «Βρε αυτό είναι ωραίο. Κάτσε να το γράψουμε. Ξαναπέστο».
Ναι, ο Βέλιος εξοικειώθηκε πλήρως με την ιδέα του θανάτου τις τελευταίες μέρες. Δεν υπήρχαν υποσημειώσεις, δεν τον φοβόταν. Η συγκίνηση να τον βλέπεις να μιλάει ατάραχος για το θάνατό του ήταν μεγάλη. Δεν επικοινωνούσε τον θάνατό του με τη δεινότητα του δημοσιογράφου, όπως στην τηλεόραση, στην αρχή. Είχε πια περάσει «απέναντι». Είχε καταφέρει το (σχεδόν) αδύνατο: να πεθάνει πριν πεθάνει.
Το μεσημέρι της Κυριακής, 4 Σεπτεμβρίου, έκατσε για τελευταία φορά στο οικογενειακό τραπέζι. Το απόγευμα απομακρύνθηκε από το σπίτι η κορούλα του.
Αργά το απόγευμα υπήρξε και άλλη εμπλοκή. Η συνταγή (δηλαδή το φάρμακο-φαρμάκι και η δοσολογία του) της «μη υποβοηθούμενης ευθανασίας» που του έδωσε (ποιος;), κάθε άλλο παρά αξιόπιστη ήταν. Τα λόγια του ήταν ακριβώς τα εξής: «Ρώτησα τρεις γιατρούς και μου είπαν ότι κινδυνεύω να βασανιστώ και στο τέλος να καταλήξω στην εντατική, αντί στο νεκροθάλαμο. Είμαι σε απόλυτο αδιέξοδο». «Μην προχωρήσεις, κάτι μπορεί να πάει στραβά, ξανασκέψου το. Φεύγουμε μαζί για Ελβετία την Τρίτη», του είπα στο τηλέφωνο. Στη συνέχεια πήρα κι εγώ έναν φίλο γιατρό και, χωρίς να του πω ονόματα και λεπτομέρειες, μου είπε ακριβώς το ίδιο: «Καμία εγγύηση για τέλος ανώδυνο και ειρηνικό». Κόντευα να τρελαθώ. Ωστόσο, αφού είχε πειστεί για το ανασφαλές της «συνταγής» πίστεψα ότι θα το αναβάλει. Ο Βέλιος ήταν «τετράγωνος», ήμουν βέβαιος ότι δεν θα έπαιζε στα ζάρια τον εφιάλτη. Λάθεψα.
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η «διαδικασία» πρέπει να ξεκίνησε λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Μόνος. Ούτε σύριγγα υπήρξε του γιατρού, ούτε γιατρός, ούτε βοηθός. Από το πρωί της Κυριακής, τα τηλέφωνα που πίστευε ότι θα ήταν ανοιχτά, ήταν όλα απενεργοποιημένα. Κρατήστε το αυτό. Αλλιώς τα σχεδίασε και αλλιώς του ήρθαν. Το σχέδιο του φόβου, της ανευθυνότητας και της ανηθικότητας κάποιων ανθρώπων ήταν πιο ισχυρό από το δικό του.
Κανείς δεν θα μάθει πόσο ακριβώς κράτησε, πώς ένιωσε, τι συναισθήματα βίωσε εκείνα τα δραματικά τελευταία λεπτά. Μόνο εκ των υστέρων η ευχή και η πίστη να μην βασανίστηκε. Μόνο αυτό απαλύνει τον πόνο των δικών του ανθρώπων. Αυτό και η ελπίδα κάποιοι Άνθρωποι (ή έστω ένας) να αποφάσισαν την τελευταία στιγμή να παίξουν με τη φωτιά, προσφέροντάς του ασφαλή τρόπο και καλό-γαλήνιο θάνατο. Ελπίδα και ευχή ότι έγινε τελικά υποβοηθούμενη ευθανασία με όλη τη σημασία της λέξης –όσο γίνεται σε συνθήκες παρανομίας. Ποτέ, ίσως, δεν θα μάθουμε.
Μάθαμε όμως όλοι ότι ο Αλέξανδρος Βέλιος έφτυσε στο πρόσωπο ένα σύστημα απάνθρωπο και υποκριτικό. Ήταν ο πρώτος που διεκδίκησε το δικαίωμα του αξιοπρεπούς τέλους. Ο πρώτος που ύψωσε ανάστημα στις αγκυλώσεις και στο σκοτάδι. Ο πρώτος που έγραψε ιστορία σε ένα θέμα που –αργά ή γρήγορα- θα πάρει το δρόμο του. Ο Βέλιος δείχνει το δρόμο.
Χρέος της Πολιτείας είναι να ανοίξει επιτέλους τη συζήτηση. Χρέος της είναι ο επόμενος «Βέλιος» να έχει σιμά του όλα τα αγαπημένα του πρόσωπα. Να του κρατήσουν το χέρι, να του χαϊδέψουν το μέτωπο, να τον φιλήσουν, να τον αποχαιρετήσουν, να του κλείσουν τα μάτια.
Ήταν 63 ετών.
Χτενισμένος, καθαρός και ντυμένος στα λευκά.
(Το cd player βρέθηκε σε λειτουργία, και μέσα ένα δισκάκι της Φλέρυς Νταντωνάκη με το αγαπημένο του τραγούδι -του συνθέτη Γιάννη Παπαϊωάννου:
Άνοιξε, άνοιξε,
γιατί δεν αντέχω,
φτάνει πια, φτάνει πια
να με τυραννάς.
ΑΝΑΡΤΗΘΗΚΕ 7-9-2016 από directNEWS.gr