Logo

Μάτι: Νέες συγκλονιστικές καταθέσεις για την πυρκαγιά - Νόμιζα ότι καίγονταν ξύλα, ήταν οι γονείς μου



 
 

Καταστάσεις χάους,φρίκης και πόνου περιγράφουν κλαίγοντας οι μάρτυρες που καταθέτουν στη δίκη για την φονική πυρκαγιά στο Μάτι, τον Ιούλιο του 2018.

Ένας από τους μάρτυρες ανέφερε ότι άφησε την μητέρα του να καεί για να σώσει την γυναίκα και το παιδί του, άλλος ανέφερε ότι νόμιζε πως καίγονταν ξύλα, αλλά όπως διαπίστωσε αργότερα ήταν οι γονείς του.

Άλλοι μάρτυρες μίλησαν για την απόλυτη απουσία του κράτους επισημαόντας ότι ουδείς είδε πρυοσβεστικές δυνάμεις να πλησιάζουν την περιοχή. Όπως είπαν συγγνείς θυμάτων και εγκαυματίες, αβοήθητοιι και μόνο προισπαθούσαν να σώσουν τις οικογένειές τους. 

Ανάμεσα στους μάρτυρες που κατέθεσαν σήμερα στο Στ' Τριμελές Πλημμελειοδικείο της Αθήνας ήταν και ο Θανάσης  Μωραίτη, ο οποίος με λυγμούς περιέγραψε στο δικαστήριο, το τραγικό δίλημμα στο οποίο βρέθηκε. Αναγκάστηκε να αφήσει την 92χρονη μητέρα του μέσα στις φλόγες ενώ και ο ίδιος καίγονταν στην πλάτη του για να σώσει την οικογένειά του.

«Έχουμε ζήσει πολλές φωτιές στη περιοχή. Δεν είδα πουθενά κανένα πυροσβεστικό όχημα, όπως υπήρχαν παλιά… Κάποια στιγμή ακούσαμε από περιοίκους για κάποια φωτιά κοντά σε εμάς. Την είδαμε στην Καλιτεχνούπολη, ήταν αρκετά μικρή. Σκεφτήκαμε με βάση τις προηγούμενες εμπειρίες ότι η Πυροσβεστική θα κάνει κάτι», είπε ο κ. Μωραίτης αρχίζοντας την κατάθεσή του στο δικαστήριο και συνέχισε: «Με άλλα λόγια η κατάσταση φαίνονταν στην αρχή ότι ήταν υπό έλεγχο. Δυστυχώς στις 5:50 πήρε διαστάσεις. Μετά από λίγο πέρασε ένα πυροσβεστικό αεροσκάφος που έκανε μια δυο ρίψεις και έφυγε. Δεν είδαμε κανένα πυροσβεστικό, καμία σειρήνα να μας ειδοποιήσει ότι η φωτιά πήρε διστάσεις. Όταν πέρασε η φωτιά τη Μαραθώνος σε 1,5 λεπτό είχε φτάσει το σπίτι μας. Είχαμε φορτώσει το αμάξι να φύγουμε. Δυστυχώς μέσα στον πανικό χάθηκαν τα κλειδιά του αυτοκίνητου και είχε κοπεί το ρεύμα. …Μπήκαμε στο αμάξι αλλά δεν έβρισκα τα κλειδιά και είπα στη γυναίκα μου και το παιδί να φύγουν και ότι εγώ θα μείνω πίσω να σώσω τη μητέρα μου, ήταν 92 ετών».

Συγκινημένος ο μάρτυρας αναφέρθηκε στις προσπάθειες που κατέβαλλε για να βγάλει την ηλικιωμένη μητέρα του από το αυτοκίνητο, ενώ οι φλόγες τους είχαν περικυκλώσει. Είπε χαρακτηριστικά: «Προσπαθούσα να τη βγάλω από το αμάξι και είχε αρχίσει να καίγομαι στη πλάτη. Όταν κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να την βγάλω, σκέφτηκα ότι είχα μια οικογένεια. Άφησα τη μητέρα μου να καεί για να σώσω την οικογένεια μου. Αυτή είναι μια κατάσταση που δεν πρέπει κανείς να ζήσει…».

Ακολούθως περιέγραψε τα όσα βίωσε ο ίδιος και η οικογένειά του επί τρεις και πλέον ώρες όταν πια κατάφεραν να φτάσουν στη θάλασσα, όπου έβρεχε και εκεί, όπως είπε, φωτιά. «Πρόλαβα τους δικούς μου στην άκρη του δρόμου και τρέξαμε προς την παραλία.  Στην Λ. Ποσειδώνος είδαμε το πρώτο πυροσβεστικό αλλά εκεί που ήταν δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Φτάσαμε στην παραλία και μπήκαμε στο νερό. Άρχισε να βρέχει φωτιά. Αυτό κράτησε ένα μισάωρο. Υπήρχε φοβερά πυκνός καπνός και προσπαθούσαμε να ξεπλένουμε στο στόμα και ρουθούνια στη θάλασσα. Μείναμε έτσι τρεις ώρες», κατέθεσε ο κ. Μωραίτης για να προσθέσει: «Όταν μας παρέλαβαν τα καΐκια ήταν 9 το βράδυ. Μας φόρτωσαν και ήμασταν όλοι στην αρχή υποθερμίας. Μας έβγαλαν στη Ραφήνα. Δεν υπήρχε ούτε ένα ασθενοφόρο εκεί. Πήγα να δηλώσω τη μάνα μου στο Λιμεναρχείο στις 10 το βράδυ. Οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι δεν ήξεραν για νεκρούς είναι ψέματα. Έχω χάσει πλέον την εμπιστοσύνη μου στο θεσμό του ελληνικού κράτους. Ζούμε σε ένα κράτος που δεν νοιάζεται για μας που κοστολογεί την ανθρωπινή ζωή με 10.000 ευρώ. Τοποθετεί ανθρώπους σε θέσεις ευθύνης και οι οποίο δεν μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους. Κανείς μας δεν άξιζε να περάσει αυτό».

Δεν υπήρχε καμία ενημέρωση πολιτών για εκκκένωση

Νωρίτερα, ο . Ορέστης Τζίντζας, ο οποίος βρήκε τη μητέρα του απανθρακωμένη μέσα στο αυτοκίνητο μαζί με ένα γείτονά της, μίλησε για μια τραγωδία που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Ο μάρτυρας ανέφερε ότι ο ίδιος βρίσκονταν στη Πάρο με την οικογένεια του για διακοπές και η μητέρα του στο Ν. Βουτζά. «Δεν υπήρχε καμία ενημέρωση των πολιτών για εκκένωση, είχαν καλέσει τη Πυροσβεστική και η απάντηση που πήραν ήταν: «Κάντε ότι νομίζετε»», είπε στην κατάθεσή του ο κ. Τζίντζας, μιλώντας στη συνέχεια για την απώλειά της μητέρας του: «…Μας είπαν ότι βρέθηκαν δυο πτώματα ένα στη θέση του οδηγού και ένα στη θέση του συνοδηγού. Ειδοποιήθηκα ότι η μητέρα μου και ο κ. Βασίλης ο γείτονάς μας είναι αγνοούμενοι. Μόνο ένα ελικόπτερο είδε η γειτόνισσα και αυτό έριξε μια φορά… Γύρισα το επόμενο το πρωί θεωρώντας ότι η μητέρα μου είναι αγνοούμενη…. Έδωσα δείγμα dna και έγινε η ταυτοποίηση. Ήταν μια τραγωδία που θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί, υπήρχε χρόνος να αντιδράσουν…».

Καταθέτοντας στο δικαστήριο ο Δημήτρης Σιαπέρας, περιέγραψε τις προσπάθειες που έκανε για να σώσει τους γονείς του. Κατάφερε όπως είπε να διώξει τον πατέρα του από την περιοχή αλλά δεν συνέβη το ίδιο με τη μητέρα του, την οποία ξεκίνησε να ψάχνει με έναν συγγενή του γύρω από τα αποκαΐδια του σπιτιού τους. «Δεν ήταν απανθρακωμένη. Τη βρήκα αλλοιωμένη. Η φωτιά είχε περάσει τόσο γρήγορα…» είπε ο κ. Σιαπέρας.  «Πήγα στους πυροσβέστες για βοήθεια. Καμία απάντηση. Ο ξάδελφος μου είχε μιλήσει live στο δελτίο του Ant1 και είπε: «Βρήκαμε τη θεία μου απανθρακωμένη». Αυτό έγινε την ώρα που λέγανε ότι δεν υπήρχαν νεκροί, θέλω να το αναφέρω αυτό για την ιστορία», πρόσθεσε ο μάρτυρας για να σημειώσει πως ούτε το ΕΚΑΒ παραλάμβανε τη σορό της μητέρας του. «Μου είπαν ότι είχαν εντολή να μαζέψουν άλλες σορούς. Τους κατάφερα τελικά. Την πήγαν στο Σισμανόγλειο», ανέφερε.

Ακολούθησε η κατάθεση της . Κωνσταντίνας Σιαπέρα, η οποία μετέφερε στο δικαστήριο όσα της είπε για εκείνες τις ώρες ο πατέρας της, ο οποίος κατάφερε να γλυτώσει. «Κάποια στιγμή μίλησα με τον πατέρα μου και μου είπε «έχουμε καεί, έσωσα μια γυναίκα …». Ρώτησα που είναι η μητέρα μου. Μου είπε «δεν ξέρω»…. Κατάλαβα ότι κάτι είχε συμβεί», είπε η μάρτυρας και συνέχισε: «Άρχισα να τηλεφωνώ στα νοσοκομεία. Ο αδελφός μου πήγαινε ήδη προς το Νέο Βουτζά για να ψάξει. Ήξερα ότι αν η μητέρα μου ήταν στη ζωή θα μας είχε πάρει. Θυμόνταν όλα τα τηλέφωνά μας. Τη βρήκε ο αδελφός μου στο σπίτι του θείου μου ….Δεν είχε καεί, είχε περάσει το θερμικό κύμα και έτσι είχε πεθάνει. Αιτία θανάτου ήταν « θερμικά εγκαύματα».  Ρώτησα τον πατέρα μου γιατί δεν έφυγαν. Μου είπε ότι δεν τους ειδοποίησαν, ότι δεν υπήρχε κανείς. Ότι ζητούσε βοήθεια και δεν υπήρχε κανείς. Κανένα σχέδιο. Άδικα έφυγαν τόσοι άνθρωποι. Στη Κινέτα που ήταν η θεία μου είχαν πάρει εντολή για εκκένωση, δεν καταλαβαίνω γιατί τόσο διαφορετική ενημέρωση». 

Μας άφησαν να καούμε

«Μας αφήσαν να καούμε» κατέθεσε μάρτυρας στη δίκη για την τραγωδία στο Μάτι, όπου προσέρχονται στο βήμα, για να πουν τη δική τους ιστορία ,οι άνθρωποι που έχασαν μέσα σε λίγα λεπτά με τον πιο φρικτό τρόπο αγαπημένους τους. «Ήταν μέρα που η πολιτεία κοίταξε το δέντρο στη Κινέτα και χάθηκε το δάσος των ψυχών στο Μάτι» είπε γυναίκα που ο πατέρας της βρέθηκε απανθρακωμένος στο πιο φρικτό σημείο της κόλασης που βίωσε η Ανατολική Αττική: στο κτήμα Φράγκου. 

Στο δικαστήριο κατέθεσαν οι συγγενείς του Δημήτρη Τουρναβίτη ο οποίος βρήκε τραγικό θάνατο μαζί με τη σύζυγο του, ηθοποιό, Χρύσα Σπηλιώτη.

Ο  Κωνσταντίνος Τουρναβίτης κατέθεσε πως πίστευε ότι ο αδελφός του θα μπορούσε να έχει σωθεί γιατί «ήταν δεινός κολυμβητής», όμως : «Τα ξημερώματα, έφτασα στο κτήμα Φράγκου. Είδα το σπίτι του αδελφού μου, ολοσχερώς καμένο. Διέκρινα το όχημα του αδελφού μου στο κτήμα. Δεν μας επετράπη να μπούμε εκείνη την ώρα. Υπήρχαν διασώστες και αστυνομία. Την επόμενη ημέρα μίλησα με τον κ. Φράγκου και την μητέρα του. Μου είπε επί λέξη η μητέρα του: «η φωτιά ερχόταν από δύο πλευρές και έπεφτε από τον ουρανό». Εκεί βρήκα και τον σκύλο του αδελφού μου. Ήταν άκαυτη η γούνα του και είχε μουμιοποιηθεί. Αυτό μου είπε και μάρτυρας που έβαλε τον αδελφό μου στο σάκο».

Η κόρη του θύματος είπε στους δικαστές πως η 23η Ιουλίου 2018 «ήταν μέρα που η πολιτεία κοίταξε το δέντρο στην Κινέτα και χάθηκε το δάσος των ψυχών στο Μάτι. Δεν μπορούσα να φτάσω στο Μάτι λόγω της φωτιάς στην Κινέτα. Αρχικά ακούσαμε για το Νταού και αρχίσαμε να ανησυχούμε για τους συγγενείς μας. Στις 7 το απόγευμα πια, τα τηλέφωνα τους δε λειτουργούσαν. Ήταν πολύ κοντά στο να φτάσουν στη θάλασσα. Δηλώσαμε ότι είναι αγνοούμενοι. Δεν πίστευα ότι θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο, ο πατέρας μου ήταν αθλητής. Άρχισα να ψάχνω τα νοσοκομεία. Μέχρι που δώσαμε dna και επιβεβαιώθηκε. Εκ των υστέρων έμαθα ότι βρέθηκαν στο κτήμα. Δεν υπήρχε συντονισμός, δεν τους είπε κανείς τίποτα. Είναι αδιανόητο αυτό που συνέβη».

Ο Στέλιος και η Μαρίκα Μάσχα έχασαν τους γονείς τους. Η κ. Μαρίκα Μάσχα είπε μεταξύ άλλων: «Έπαιρνα τηλέφωνο πυροσβεστική, δεν το σήκωνε κανένας. Έφτασα στις 10 το βράδυ στη Ραφήνα. Καιγόταν όλο το Μάτι, έβλεπα μόνο μαυρίλα και καπνίλα. Επέστρεψα στη λεωφόρο Μαραθώνος και έμεινα μέχρι τις 12. Στις 3 το πρωί μπήκε ο αδελφός μου στο Μάτι και είδε αυτά που είδε: δύο κουφάρια να καίγονται. Δεν υπήρχε καμία ειδοποίηση. Στην Κινέτα τους έβγαλαν έξω, πήγαιναν πόρτα- πόρτα. Στο Μάτι δεν χτύπησε ούτε καμπάνα. Τους αφήσαν και κάηκαν ζωντανοί».

Κλαίγοντας ο Στέλιος Μάσχας, περιέγραψε: «Είχαμε την ελπίδα ότι κάπως τα καταφέρανε. Φτάσαμε με φακούς, ήταν το απόλυτο σκοτάδι. Δεν υπήρχαν σπίτια, ήταν ισοπεδωμένα. Ήταν αποκαΐδια. Δεν είδα αυτοκίνητο, λέω φύγανε. Δεν μπορούσα να φανταστώ τι έγινε. Τελικά με πήραν γύρω στις 5 και μου είπαν ότι τους βρήκαν. Πήγα και είδα αυτό που έβλεπα και νόμιζα ότι ήταν ξύλα που καιγόντουσαν. Ήταν οι γονείς μου. Πήρα την αστυνομία και τους είπα ότι τους βρήκα».

Στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε υποβασταζόμενη η κ. Δέσποινα Ζαφειρίου η οποία εγκλωβίστηκε μαζί με τον σύζυγο της Στράτο, στο Μάτι καθώς η φωτιά τους βρήκε ενώ βρίσκονταν στο αυτοκίνητο τους στην προσπάθεια τους να φύγουν από την περιοχή. Η γυναίκα περιέγραψε ότι ακινητοποιήθηκαν και ότι όταν προσπάθησε να τραβήξει έξω τον σύζυγο της που βρισκόταν στο τιμόνι δεν μπορούσε: «Ο άνδρας μου κολλάει πάνω στο τιμόνι. Τον έβγαλα στα χέρια, τον έπιασα από τη ζώνη. Γονάτισα και τον τράβηξα. Δεν μπορούσε να πατήσει, ούτε να στρίψει. Ήταν καμένος. Δεν μπορούσε να κουνήσει ούτε τα χέρια, ούτε τα πόδια του. Ούτε ασθενοφόρο ήρθε, ούτε πέρασε αεροπλάνο, ούτε μας ειδοποίησαν ότι έπιασε φωτιά. Μετά, κατά τις 11 παρά το βράδυ, ένας φίλος άκουσε τη φωνή μου και μου φωνάζει «μην κουνηθείς, έρχομαι». Που να κουνηθώ εγώ, έκαιγε η φωτιά. Μας αφήσαν να καούμε. Δεν υπήρχε τίποτα. Τα κλαδιά δεν τα είχαν καθαρίσει, επανειλημμένως φωνάζαμε στον Δήμο…». Η σύζυγος, ο γιος και η κόρη του Δημήτριου Τζούλια κατέθεσαν στο δικαστήριο για τα γεγονότα που οδήγησαν στην απώλεια του οικείου τους.

Η Αγγελική Τζούλια- Δημητροπούλου περιέγραψε πως βρίσκονταν στο σπίτι τους μαζί με τον θανόντα και την κόρη τους. Εκείνη μαζί με την κόρη της, το εγγονάκι της και μία φιλική οικογένεια κατάφεραν και έφυγαν εγκαίρως επειδή τους προειδοποίησαν κάποιοι πολίτες. «Ο άνδρας μου έμεινε πίσω. Βγήκε από το αυτοκίνητο του για να σωθεί από τη φωτιά. Μέχρι να φτάσει σε ένα σπίτι, κάηκε. Δυστυχώς πέθανε στο ΚΑΤ. Εγώ τον είδα την άλλη ημέρα που ήταν διασωληνωμένος και καμένος».

Εισαγγελέας : Μέχρι τη στιγμή που φύγατε, υπήρξε καμία αναγγελία για τη φωτιά από καμία αρχή;

Μάρτυρας : Όχι. Απολύτως καμία.

Εισαγγελέας : Εάν δεν υπήρχαν πολίτες να σας πουν για τη φωτιά, εσείς θα φεύγατε ή θα μένατε;

Μάρτυρας : Θα μέναμε, θα καιγόμασταν.

Ο γιος του θύματος, Γρηγόρης Τζούλιας, περιέγραψε όσα του είπε ο πατέρας του πριν υποκύψει. «Μου είπε ότι δεν τον ενημέρωσε κανένας. Είδε τη φωτιά και προσπάθησε να φύγει. Πήγε μέχρι λίγο πιο κάτω και τον έκαψε το θερμικό κύμα. Δεν είχε ενημέρωση, δεν είδε εναέρια μέσα… Πάντα περνούσε ένα περιπολικό μία σειρήνα κάτι και ενημέρωνε» τόνισε ο μάρτυρας.

Σύμφωνα με το ΑΠΕ, ο γιος και η κόρη του Λεωνίδα Πλυμάκη κατέθεσαν πως ο πατέρας τους ακολούθησε τις οδηγίες της Αστυνομίας που στάθηκαν μοιραίες. «Τους έστειλαν εκεί και τους έκαψαν». Όπως κατέθεσαν ο Ιωσήφ και η Ευαγγελία Πλυμάκη, ο πατέρας τους έχασε τη ζωή του επειδή είχε ξεχάσει τα κλειδιά του εξοχικού του στη Νέα Μάκρη και επέστρεψε στην περιοχή για να τα πάρει. Τελικά βρέθηκε στο Κόκκινο Λιμανάκι «με το οποίο εμείς δεν είχαμε καμία σχέση. Αν είχαν γυρίσει τον κόσμο πίσω, δεν θα υπήρχαν τόσοι νεκροί. Ο πατέρας μου βρέθηκε εκεί διότι άκουσε την ελληνική αστυνομία» είπε η κυρία Πλυμάκη.

Η δίκη θα συνεχιστεί την Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου,

ΑΝΑΡΤΗΘΗΚΕ 13-12-2022 από directNEWS.gr 


Τελευταία Δικαστικά